Ο κύριος Γιεγκόρ δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δε ζούσε μονάχα αυτές τις στιγμές αμφισβήτησης και νοσταλγίας. Όλη του η ζωή ήταν εμποτισμένη από τέτοιες σκέψεις: όταν τον ξυπνούσε το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ακύρωνε νυσταγμένος το εισιτήριο στο λεωφορείο, όταν στρογγυλοκάθονταν στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του, κάπου στο κέντρο της Μόσχας. Όπως επίσης και όταν ξαναξυπνούσε από το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ξαναακύρωνε το εισιτήριο του, όταν ξανακαθόταν στη δερμάτινη καρέκλα του, ξανά και ξανά.
Ήθελε λοιπόν να γίνει ξυλοκόπος η αγρότης; Να αλλάξει ζωή και να εγκατασταθεί στην ύπαιθρό, στο χωριό των γονιών του; Να τα παρατήσει όλα και να σηκωθεί να φύγει; Ήθελε τουλάχιστον λίγες μέρες διακοπές; Ναι, ήθελε. Γιατί δε το ‘κανε λοιπόν;