όλοι από τον ποιό μικρό ως τον ποιό μεγάλο (έλα ντε, ποιόν?) πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε,να μαζέψουμε φασούλι το φασούλι για να την περάσουουμεεε..
ΟΛΟΙ ΤΩΡΑ ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ
Νομίζω όμως ότι ήρθε η ώρα να αποδεχτούμε τη μοίρα μας. Η σοβαρότητα της κατάστασης το απαιτεί. Είμαι λιγάκι συγκινημένος είναι η αλήθεια, αλλά δεν είναι πολλές οι φορές που συνειδητοποιεί κανείς, ότι σε κάτι λιγότερο από έναν χρόνο πρόκειται να βιώσουμε την συντέλεια του κόσμου. Εκτός βέβαια κι αν είσαστε δεινόσαυρος, που έχει μετενσαρκωθεί σε άνθρωπο. Για τους δεινόσαυρους η συντέλεια του κόσμου έχει ήδη έρθει πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Αυτή η συζήτηση για τους δεινόσαυρους σηκώνει βέβαια αρκετή κουβέντα. Είχαν καταλάβει τι τους περίμενε; Έκαναν κάτι για να προφυλαχθούν; Τί σκέφτηκε ο τελευταίος ζωντανός δεινόσαυρος πριν αφήσει την τελευταία του πνοή και γιατί έχουν κλείσει όλα τα Wendy’s στην Αθήνα;
Συνεχίστε να διαβάζετε για να μάθετε λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου.
Μια τραγικά λανθασμένη εκτίμηση των πραγμάτων και της κατάστασης τον οδήγησε στην απόφαση να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα το 1998. Λίγο πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου.
Την χρονιά που το αποφάσισε πίστευε ότι έχει βρει τον παράδεισο. Δεν πέρασε πολύς καιρός για να διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα. Ο Άγιος Βασίλης ήταν κολλημένος για πάντα σε αυτόν τον καταραμένο τόπο. Και έτσι αναγκάστηκε να προσαρμοστεί. Υποδύθηκε τον εαυτό του τα πρώτα χρόνια μοιράζοντας ευχές στα παιδιά. Όταν τα παιδιά έπιασαν κινητά και laptop στα χέρια δεν έβρισκε πλέον δουλειά πουθενά. Κανένα παιδί δεν ήθελε να κάθεται στα γόνατα ενός άγνωστου γέρου.
Και έτσι τα χρόνια πέρασαν και το έριξε στο ποτό και τις γκόμενες. Το πλεονέκτημα του να είσαι άγιος και αθάνατος ήταν αξεπέραστο. Μπορεί να μετρούσε τα χρόνια της ζωής του σε εκατοντάδες, όμως δεν έμοιαζε πάνω από πενηνταπεντάρης και όταν ξύρισε και τα μούσια και έβαλε ρούχα της προκοπής, έγινε ακαταμάχητος.
Αλλά και πάλι, δυο τρία ποτηράκια παραπάνω τον έριχναν αναίσθητο. Και οι γυναίκες κάποια στιγμή έπαψαν να εντυπωσιάζονται από τα φτηνά μαγικά του κόλπα.
Έτσι ο Άγιος Βασίλης έμεινε μόνος του με συντροφιά μια φυσαρμόνικα. Δεν ήξερε να την παίζει αλλά του άρεσε να την κρατάει.
Υπάρχει μια διάχυτη αγωνία αυτές τις μέρες. Το καταλαβαίνω. Θα σου μειώσουν τον μισθό. Θα σου πάρουν το σπίτι. Θα σου πάρουν το αυτοκίνητο. Φυλακή λίγο δύσκολο να σε κλείσουν, εκτός κι αν πέρασες το όριο της προσωποκράτησης για χρέη σε τρίτους. Για σένα δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Αλλά εσύ που το πρόλαβες το όριο μην αγχώνεσαι.
Ωραία θα μας πάρουν το σπίτι. Θα μας πάρουν και το αυτοκίνητο. Άντε το πολύ πολύ να μας πάρουν και τη γκόμενα. Όσο και να μη το παραδέχεται, μiα στεναχώρια που δεν μπορείς να την κυκλοφορήσεις την έχει. Κι ας λέει ότι προτιμά να κάθεται στο σπίτι και να βλέπετε DVD. Αυτό θα κρατήσει έξι μήνες και όχι παραπάνω, το ξέρετε πολύ καλά. Μετά το πλοίο θα σαλπάρει το βραδάκι, θα πάρει το μετρό για Πειραιά και μέσα στο γλυκό καλοκαιράκι θα πάει κρουαζιέρα στα νησιά. Η κρουαζιέρα στα νησιά είναι σίγουρη γι’ αυτήν. Εσύ δεν θα συμμετάσχεις. Κάποιος άλλος ναι. Εσύ όχι. Ας μην το συζητάμε λοιπόν παραπάνω.
Επειδή λοιπόν οι μέρες είναι περίεργες και οι περισσότεροι νιώθουν ότι χάνεται η Γη κάτω από τα πόδια τους, ας σκεφτούμε λιγάκι. Τι είναι αυτό που θα χάσουμε; Είναι κάτι που έκανε τη ζωή μας καλλίτερη μέχρι τώρα; Περνάγατε καλά δηλαδή; Δεν σας έλειπε τίποτα; Ήταν όλα μια ζωγραφιστή ευτυχία που περιελάμβανε πεταλούδες που κατά λάθος μπλέκονταν στα ανέμελα μαλλιά σας;
Μαλακίες.
Και το ξέρουμε όλοι πολύ καλά. Μαλακίες. Αυτό που έχουμε μέσα μας δεν μπορεί να το πάρει ποτέ κανένας. Όσο και να προσπαθήσουν. Όσο κι αν το πολεμήσουν. (σημείωση Δώρου Πολύβορου – φανταστικού φίλου του Χοίρωνα: Η προηγούμενη πρόταση είναι μια μαλακία και μισή. Φτηνός εντυπωσιασμός.)
Ποτέ και κανένας. Το θέμα δεν είναι όμως το αν θα το πάρουν. Το θέμα είναι αν θα καταλάβουμε εμείς ότι το έχουμε μέσα μας.
Δεν κατάφερε να το πάρει η μεγάλη μας παιδική καψούρα. Δεν κατάφερε να το πάρει ο στρατός (για τους άντρες τουλάχιστον, τώρα αν είστε γυναίκες να πούμε κάτι αντίστοιχο. Η γέννα ας πούμε. Πραγματικά δεν ξέρω). Δεν κατάφερε να το πάρει η μεγάλη μας ενήλικη καψούρα. Θα καταφέρουν να το πάρουν τώρα; (σημείωση Δώρου: Οι μαλακίες συνεχίζονται.)
Η απάντηση είναι όχι. Και το ξέρουμε. Όταν τραγουδάγατε για τη μεγάλη σας αγάπη που έφυγε, ξέρατε ότι δεν μπορεί να σας τύχει τίποτα χειρότερο. Και είναι αλήθεια. Δεν πρόκειται να σας τύχει τίποτα χειρότερο.
Και όταν λοιπόν μας πάρουν το σπίτι. Μετά μας πάρουν και το αυτοκίνητο. Το χωριό μας θα είναι πάντα εκεί και θα μας περιμένει. Και ας μη ζήσαμε ποτέ εκεί. Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο. (σημείωση Δώρου: Έλεος πια)
.Αναρωτιέμαι μήπως έχουμε εγκαινιάσει ένα νέο τρόπο κατάληψης της εξουσίας από κάποιο δικτάτορα. Δεν αμφισβητώ τις θεσμικά δημοκρατικές διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για να γίνει πρωθυπουργός αυτός ο τελεμές, αλλά το σίγουρο είναι πως κανείς δεν τον ψήφισε. Μη σου πω πως κανείς δεν τον ήξερε κιόλας. Anyway, αυτά δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία, έτσι κι αλλιώς. Η ουσία είναι πως το ΔΝΤ έχει διορίσει ένα άκρως έμπιστο και υπάκουο ανδρείκελο στην Ελλάδα, προκειμένου να μην υπάρξει πλέον κανένα, μα κανένα εμπόδιο στις βλέψεις του. Ακόμα πιο έμπιστο και υπάκουο από το Γιωργάκη!
Ένας δικτάτορας περπατάει αγέρωχος στο δρόμο. Στο πλάι του, δύο σωματοφύλακες αγρυπνούν, ο Γιωργάκης κι ο Αντωνάκης. Σε ρόλο πάνοπλων μπάτσων, έτοιμων να χιμήξουν, ο Καρατζαφύρερ και το Ντοράκι. Σε ρόλο σνάιπερ στην απέναντι πολυκατοικία, έτοιμη να καταρρίψει σιωπηλά και αινιγματικά κάθε κίνηση αντίδρασης, η Αλέκα. Οι υπόλοιποι έχουν ρεπό…
Ποιος να βγάζει τώρα τανκς στους δρόμους! Έχει ανέβει και το πετρέλαιο… Αφού υπάρχουν πλέον πολύ πιο εκλεπτυσμένοι τρόποι για εγκαθίδρυση δικτατορίας…
Μήπως τώρα φαίνεται πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλη φορά ποιος είναι σύμμαχος και ποιος είναι εχθρός μας; Ο ρόλος ο δικός μας ποιος είναι;
«Το πραγματικό είναι και φανταστικό... ισχύει όμως και το αντίστροφο;»
Σκεφτόταν ο Λούμπα, χαιδεύοντας στωικά το μούσι του, αναρωτώμενος για το χαμένο κρίκο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ώσπου μια κραυγή του διέκοψε τον ειρμό.
- Μπαμπά πεινάω!
Είπε ο μικρός Μίκυ (τι μικρός δηλαδή, που ολόκληρο γομάρι είχε γίνει), μπήγοντας τα δόντια του σε ένα ακόμα μπιφτέκι, ενώ παράλληλα είχε φέρει μπροστά του όλο το ταψί.
- Τι πεινάς ρε σκασμένο; Τώρα μόλις έφαγες. Πάλι τρώς; 100 κιλά έχεις γίνει.
- Εντάξει δε πεινάω ακριβώς, αλλά ήθελα να γυμνάσω λίγο τη μασέλα μου.
Απάντησε αφοπλιστικά ο Μίκυ, που αντί να ακολουθήσει τα χνάρια του Fat Mike όπως προοριζόταν, το πήγαινε να γίνει Μιχάλης Τερζής, ακολουθώντας τα βήματα του ινδάλματός του Πασχάλη (του Τερζή, όχι των Olympians).
«Τι θα κάνω με αυτό το παιδί; Πως βγήκε έτσι τέτοιος τελεμές; Και να σκεφτείς ότι όλα ξεκίνησαν από ένα φάλτσο, γαμώ τους μπαγλαμάδες μου...» συλλογίστηκε ο Λούμπα.
Συνεχίστε να διαβάζετε, στο τέλος του κειμένου γίνεται αναφορά σε τηλεοπτικό σεξ
Ο κύριος Γιεγκόρ δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δε ζούσε μονάχα αυτές τις στιγμές αμφισβήτησης και νοσταλγίας. Όλη του η ζωή ήταν εμποτισμένη από τέτοιες σκέψεις: όταν τον ξυπνούσε το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ακύρωνε νυσταγμένος το εισιτήριο στο λεωφορείο, όταν στρογγυλοκάθονταν στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου του, κάπου στο κέντρο της Μόσχας. Όπως επίσης και όταν ξαναξυπνούσε από το ηλεκτρονικό του ξυπνητήρι, όταν ξαναακύρωνε το εισιτήριο του, όταν ξανακαθόταν στη δερμάτινη καρέκλα του, ξανά και ξανά.
Ήθελε λοιπόν να γίνει ξυλοκόπος η αγρότης; Να αλλάξει ζωή και να εγκατασταθεί στην ύπαιθρό, στο χωριό των γονιών του; Να τα παρατήσει όλα και να σηκωθεί να φύγει; Ήθελε τουλάχιστον λίγες μέρες διακοπές; Ναι, ήθελε. Γιατί δε το ‘κανε λοιπόν;
Ήταν αρχές Ιουνίου, σε μια απομονωμένη καλύβα, κοντά σε μια λίμνη στη Βόρεια Ντακότα. Στον υπόλοιπο κόσμο ήταν 2011, αλλά στη καλύβα το έτος ήταν 2006. Μέσα ήταν ο Ροκαμπίλης και ο Μέζκαλιν, παίζοντας ακόμα μια παρτίδα μπουρλώτο.
- Έχεις τίποτα;
ρώτησε ανέκφραστος ο Μέζκαλιν.
- Έχω ένα καρέ. Εσύ;
- Τίποτα. Μιας και θα με πας αίμα, δε μου εξηγείς πώς διάολο βρεθήκαμε εδώ;
- Τί εννοείς; Δε σ’ αρέσει; Είναι ωραία εδώ. Έχει και ηρεμία...
- Καλά μαλάκα, κοσμάρα είσαι; Συνειδητοποιείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν στο μυαλό σου;
- Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι όλα όσα μου έχουν συμβεί είναι στο μυαλό μου...
- Α, καλά... Εσύ έχεις χαζέψει τελείως.
- Δεν καταλαβαίνω πού βρίσκεται η ένσταση σου.
- Εγώ τι φταίω και με τραβολόγησες εδώ πέρα;!
- Δε φταις. Θύμα των περιστάσεων είσαι... Ούτε ο πρώτος που βρέθηκε σε αυτή τη θέση είσαι, ούτε ο τελευταίος. Απόλαυσέ το όσο μπορείς.
- Τι να απολαύσω ρε; Αφού δεν είναι πραγματικό αυτό!
- Αυτό το λες γιατί είσαι δέσμιος μιας πραγματικότητας που έχουν ορίσει άλλοι για σένα κι αδυνατείς να ξεπεράσεις. Τι είναι πραγματικό και τι υφίσταται στη φαντασιά κάποιου; Πώς ορίζεται; Και σε τελική ανάλυση, αν εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος ζει μια κατάσταση, όσο φανταστική κι αν θεωρείται από τους υπόλοιπους, τι σημαίνει; Ότι δεν την ζει ή ότι δεν τον επηρέαζει; Άλλοι βλέπουν όνειρα και ξυπνάνε με άσπρο μαλλί... Είναι πράγματι μια υπερβολή, αλλά σε τί βαθμό θεωρείς ότι ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο και ζεις είναι δικό σου προϊόν και όχι κάτι που σου επιβάλλει κάποιος άλλος;
- Δε μας έφτανε ο Λούμπα, βρήκαμε κι άλλον τώρα...
- Η πλειοψηφία του κόσμου, φοβάται τις καινούργιες ιδέες. Πάνω απ’ όλα φοβάται την κοινωνική απομόνωση. Έτσι, διατηρεί μία προσεκτική θέση στα όρια του «νορμάλ», όπως αυτό ορίζεται από τον περίγυρό του, γιατί όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει σε όσους αιρετικούς δεν συμβιβάζονται...
- Τί συμβαίνει;
- Πρόκειται για την εγκατάληψη μιας προσωπικής συνέπειας με σκοπό την κοινωνική αποδοχή. Αποδοχή από την οικογένεια, τους εργοδότες, τους φίλους, τις κοινωνικές γνωριμίες. Άρνηση των προσωπικών αρχών με σκοπό την κοινωνική ενσωμάτωση.
- Λοιπόν δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα για τι ακριβώς πράγμα μιλάς. Και νομίζω πώς ούτε κι εσύ. Πάω να κάνω μια βουτιά και μέχρι να γυρίσω κανόνισε να έχουμε φύγει από δω...
Και με αυτά τα λόγια ο Μέζκαλιν σηκώθηκε και βγήκε έξω, ενώ ο Ροκαμπίλης απογοητευμένος αποφάσισε να συνεχίσει μόνος του τον αγώνα αποδόμησης της σοβαροφάνειας. Γύρισε λοιπόν από την άλλη και επινόησε τον Δώρο Πολύβορο (τον φανταστικό φίλο του Χοίρωνα) για να αποτελειώσουν την παρτίδα.
Το νερό της λίμνης δε φάνταζε ιδιαιτέρως ψυχρό στο σώμα του Μέζκαλιν, τα λόγια όμως του Ροκαμπίλη του φαίνονταν αρκετά ψυχρά στο μυαλό του. Ενώ επιχείρησε το πρώτο μακροβούτι της μέρας, του ήρθε ένα φλασάκι αυτοσυνείδησης. Ίσως έφταιγε κι εκείνο το πτώμα αλιγάτορα που συνάντησε μπροστά στα μούτρα του καθώς έβγαινε στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα…
- Τι διάολο;! Πολύ βαριά τα παίρνω τα πράγματα τώρα τελευταία! Άσε που πλέον κρατάω την ανάσα μου μέσα στο νερό πολύ λιγότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Φυσική κατάσταση μηδέν! Λες να πάω πάλι μέσα να στρίψω κανα μπάφο με το Ροκαμπίλη μπας και χαλαρώσω λιγάκι από τα άγχη μου; Κι αυτό το τσίπουρο της Χοιρώνειας πάλι τελειώνει, γαμώτο! Και το ‘λεγα εγώ να μη δώσω στο Λούμπα το ένατο από τα έντεκα μπουκάλια που είχα! Έτσι που ‘ρθαν τα πράγματα τώρα, θα αναγκαστώ να ζητήσω πάλι από τους βρωμοχίππηδες τους ινδιάνους να μου δώσουν! Τι ρεζιλίκι!
Αυτά σκέφτηκε και βρήκε από τη λίμνη πιο πριζωμένος από τη στιγμή που μπήκε. Κατευθύνθηκε προς την καλύβα…
- Βάλε την πραγματικότητά σου στον κώλο σου!!!
φώναξε στο Ροκαμπίλη. Αλλά αυτός στάθηκε ατάραχος. Τον ήξερε καλά και δεν του αποκρίθηκε. Εξάλλου, είχε ήδη προβλέψει τη μπερδεμένη φάση του Μέζκαλιν και είχε ήδη αρχίσει να χτίζει ένα τρίφυλλο για να τον καλοπιάσει. Το μόνο που του είπε ήταν,
- Σε παρακαλώ, σκουπίσου γιατί στάζεις νερό στο πάτωμα και δε μπορώ να σφουγγαρίζω σα μαλάκας. Καταπιέζομαι!
- Δε μας έφτανε ο Λούμπα, βρήκαμε κι άλλον τώρα...
είπε για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα ο Μεζ και στρογγυλοκάθισε για να απολαύσει το ναρκούργημα του Ροκαμπίλη. Ο Ροκαμπίλης ήταν ευδιάθετος γιατί είχε καταφέρει να νικήσει το Δώρο Πολύβορο. Ήταν αναμενόμενο. Δύσκολα κανείς νικάει το Ροκαμπίλη στο μπουρλώτο. Η αλήθεια είναι πως αυτό αποτελούσε μια ακόμη αιτία σύγχυσης στο Μεζ. Τη σύγχυσή του όμως διόγκωνε και το σαρδόνιο, περιπαιχτικό χαμόγελο που είχε διαγραφεί εδώ και μερικά δευτερόλεπτα στο πρόσωπο του Ροκαμπίλη…
Με αφορμή την πρόσφατη ανάρτηση Ριβέντζ, η μακρά απουσία του Χοίρωνα από το Tractatus, οδήγησε πολλούς αναγνώστες του μπλογκ, να αναρωτιούνται που βρισκόταν τόσο καιρό και γιατί οι εμφανίσεις του έχουν γίνει πλέον τόσο σποραδικές. Ακόμα και οι στενοί του φίλοι έχουν να τον δουν από τις αρχές του καλοκαιριού, ενώ έχει να φανεί στον καθιερωμένο σαββατιάτικο διαγωνισμό ορθογραφίας πάνω από τρείς μήνες.
Όλα όμως μαθαίνονται και τίποτα δε μένει κρυφό. Πρόσφατες πληροφορίες ξεσκεπάζουν το πέπλο μυστηρίου της «εξαφάνισης» της πολυτάλαντης περσόνας!
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας τύπος που έρχεται και σου κάνει περίεργες ερωτήσεις. Και όχι μόνο σου τις κάνει, άλλα περιμένει να του απαντήσεις κιόλας λες και η ζωή σου κρίνεται από αυτό. Όταν μιλάω για περίεργες ερωτήσεις εννοώ περισσότερο, ηλίθιες ερωτήσεις και όχι κάτι σημαντικό. Δεν σε ανακρίνει δηλαδή. Απλά εμφανίζεται μόνο και μόνο για να σε προβληματίσει και ξαναφεύγει όπως ακριβώς ήρθε. Ξαφνικά.
Τί τύπος είναι αυτός θα αναρωτηθείτε και θα έχετε απόλυτο δίκιο. Η καλλίτερη απάντηση που μπορώ να σας δώσω είναι ότι αποτελεί πλάσμα της φαντασίας και εμφανίζεται με διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον καθένα από εμάς. Η ερώτηση που μου έκανε λοιπόν το συγκεκριμένο φανταστικό πλάσμα (που για εμένα μοιάζει με φτερωτό κροκόδειλο), είναι για το αγαπημένο μου χρώμα στα φανάρια του δρόμου. Πράσινο, κόκκινο ή πορτοκαλί;
Προσπάθησα να αποφύγω τις ρεαλιστικές απαντήσεις.
Δεν δυσκολεύτηκα κιόλας να το κάνω. Κατέληξα εύκολα στο συμπέρασμα ότι το αγαπημένο χρώμα φαναριού είναι το πορτοκαλί. Απέκλεισα το κόκκινο γιατί δεν μου αρέσουν με τίποτα τα απαγορευτικά οποιουδήποτε είδους, ενώ ακόμα περισσότερο αρνητικός είμαι στο πράσινο. Αρνούμαι πεισματικά να πιστέψω ότι ο δρόμος είναι ελεύθερος και πάντα πιστεύω ότι κάποια παγίδα παραμονεύει σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι.
Πορτοκαλί φανάρι λοιπόν. Ανοιχτό σε ερμηνείες και χωρίς προαπαιτούμενα.
Πόσο μου αρέσει που φέτος δεν τυπώθηκαν βιβλία για τα σχολεία!
Όχι για άλλο λόγο απλά επειδή σαν παιδί δεν πολυμελετούσα (καθόλου δηλαδή), μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να ξαναδιαβάσω από το σπίτι μου τα μαθήματα στα οποία ήμουν σκράπας μικρός! Να'ναι καλά το ψηφιακό σχολείο που έχει όλα τα βιβλία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε pdf.
Επίσης τα παιδιά δε θα έπρεπε να διαμαρτύρονται, θα έχουν φτηνή δικαιολογία για να παίζουν videogames ή να βλέπουν τσόντες:
-(ήχος πλήκτρων και mouseclicks)
-Πάλι στον υπολογιστή είσαι Κωστάκη;
-(alt+tab)Μα τι να κάνω μαμά, διαβάζω!
Η μαμά του Κωστάκη μπαίνει στο δωμάτιό του και είναι χαρούμενη που βλέπει τον γιόκα της να λύνει ασκήσεις μαθηματικών.
Μόλις φεύγει,alt+tab και το πανηγύρι συνεχίζεται.
Είδατε τελικά, το υπουργείο λειτουργεί προς το συμφέρον και των μαθητών/τριών αλλά ικανοποιεί κι εμάς τους λίγο μεγαλύτερους!
Να 'σαι καλά Αννούλα!
Οι Pornostroika Dadaifi είναι μία μπάντα που δημιουργήθηκε το 1999.Έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει 8 album με ήχο που κινείται μεταξύ του punk και του electro-industrial. 3 χρόνια μετά από την τελευταία τους δουλειά που είχε τίτλο "Υπόγειοι κυριαρχούν", επιστρέφουν με το ένατο τους album : Ο έρωτας στα χρόνια της πορνείας.
Μακράν η καλύτερη κυκλοφορία των Pornostroika μέχρι σήμερα, διατηρώντας πάντα τις επιρροές τους από τον Ντανταϊσμό και τον Φουτουρισμό, το "Έρωτας στα χρόνια της πορνείας" τα λέει όλα έξω από τα δόντια, δίνοντας μια γεύση από την παρακμή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Τραγούδια όπως το "Αστικός πόλεμος" ή το "Άνοδος των Πιθηκανθρώπων", αποτελούν γροθιά σε κατεστημένες αντιλήψεις και νοοτροπίες. Το κομμάτι "Τα ρομπότ" (βασισμένο σε έργο του Μάκη Πανώριου) δίνει μία χαοτική-cyber εικόνα της κοινωνίας μας ενώ το "Robocop" (σε μουσική-διασκευή του ph0fyX) κάνει τη σύνδεση μεταξύ ταινίας επιστημονικής φαντασίας και πραγματικότητας και μας δίνει την εικόνα του κοινωνικού πολέμου σήμερα.
Το album μπορείτε να το κατεβάσετε πατώντας εδώ
Αν θέλετε μια γεύση πριν το κατεβάσετε:
Ένα καλοκαιρινό πόνημα άνευ ουσίας και σημασίας - ηθικής αυτουργίας του Λουμπουμπάμπουλα.
Το κουδούνι χτυπούσε επίμονα και αλύπητα. Όπως επίμονα και αλύπητα χτυπούσε κι ο πονοκέφαλος από τα χθεσινοβραδινά τζιν... Ανοίγοντας την πόρτα, φάνηκε μια νεαρή κοπέλα.
- Να τα πούμε;
- Να τα πείτε.
- Ωραία! Έχω έρθει για την απογραφή.
Μπήκε μέσα, κατευθύνθηκε αδιαπραγμάτευτα προς το σαλόνι και στρογγυλοκάθησε στον καναπέ. Πώς την πάτησα έτσι ρε πούστη μου... Εξάλλου τα Χριστούγεννα ήταν ακόμα μακριά, καθώς ήταν μόλις Αύγουστος. Κι αυτό που κρατούσε η κοπέλα στο χέρι της δεν ήταν τριγωνάκι αλλά φάκελος με ερωτηματολόγια. Το πήρα απόφαση ότι δεν υπήρχε διαφυγή κι ακολούθησα.
Κορυφαίο θέμα συζήτησης ανάμεσα στους νέους της χώρας αυτές τις μέρες δεν είναι άλλο από την λεγόμενη "αποποινικοποίηση" των ναρκωτικών. "Επιτέλους, να και κάτι καλό που κάνει αυτή η κυβέρνηση" αλλά και "Κοίτα, το κάνουν τώρα για να μειώσουν τις αντιδράσεις απέναντι στα υπόλοιπα μέτρα, μας θέλουν κοιμισμένους", είναι χοντρικά οι δύο επικρατούσες απόψεις.
Ας δούμε όμως τι ακριβώς λέει η είδηση που βγήκε πριν λίγες μέρες.
Αντιγράφω από το Zougla.gr:
"Η χρήση ναρκωτικών δεν αποτελεί με τον νέο νόμο αξιόποινη πράξη. Η προμήθεια, κατοχή ναρκωτικών και η καλλιέργεια φυτών κάνναβης που δικαιολογούνται για την αποκλειστική χρήση του δράστη, τιμωρείται ως πταίσμα μόνο με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή πρόστιμο μέχρι €1000."
Αγαπητέ κ. υπουργέ ή κ. Χρήστο Παπουτσή
Κατ’ αρχάς θέλω να γνωρίζετε ποιος σας απευθύνεται, στην περίπτωση που διαβάσετε ή σας διαβάσουν αυτό το κείμενο.
Είμαι λίγο μεγαλύτερός σας, εν τούτοις ανήκω κι εγώ στην λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου». Αλλωστε ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο τότε, έως τη στιγμή της κατάληψής του από τα τάνκς. Καταδικάστηκα σε πενταετή φυλάκιση για αντιδικτατορική δράση, με όλα τα συνεπαγόμενα προ και μετά την καταδίκη μου. Ανήκα και ανήκω σε αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε αριστερά, από πολλών ετών εκτός οποιουδήποτε κομματικού μηχανισμού. Είμαι λοιπόν ένας από τους πολλούς ανώνυμους αντιστασιακούς που δεν αναζήτησαν διέξοδο και ανταμοιβή στην πολιτική σκηνή της μεταπολίτευσης. Είμαι απόφοιτος Παν/μίου, με διδακτορικό και μεταπτυχιακές σπουδές και εξειδικεύσεις εντός και εκτός Ελλάδος. Γιά σειρά ετών διετέλεσα αντιπρόεδρος Ευρωπαικής Επιστημονικής Συνομοσπονδίας στον κλάδο μου.
Ελπίζω τώρα που «γνωριστήκαμε» έχω το δικαίωμα να σας απευθύνω το λόγο ως πολίτης και πατέρας. Ξέρετε, πολίτης, όπως αυτοί που βλέπετε από τα παράθυρά σας να δρουν και να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τη χώρα, οι οποίοι ενδεχομένως μπορεί και να διαφωνούν με τις τρέχουσες πολιτικές, κυβερνητικές ή μη. Η έκφραση της διαφωνίας, όπως και η ανάπτυξη προβληματισμού, θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι είναι αυτό που τους μετατρέπει από μέλη μιας σιωπηρής πλειοψηφίας σε ενεργούς πολίτες, αξία τιμούμενη ιδιαίτερα στους αρχαίους Αθηναίους. Την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική κριτική ας την κάνουν άλλοι. Εγώ θα προσπαθήσω να σας εισάγω στην καθημερινότητα σχέσεων κράτους-πολίτη στον τομέα σας, σχέση που πάνω της χτίζεται γενικότερα οποιαδήποτε πολιτική, καθώς εκεί μετριέται η αξιοπιστία λόγων και έργων μιας κυβέρνησης.
Δεν θα σας έγραφα αυτή την επιστολή, αν δε μεσολαβούσαν δύο γεγονότα: Το πρώτο είναι η σύλληψη του γυιού μου κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας στη πλατεία Συντάγματος το τελευταίο δεκαπενθήμερο. Το δεύτερο είναι οι επίσημες δηλώσεις σας για τη στάση της αστυνομίας σε αυτές.
Μάλλον όχι.
Για να υπάρξει σκάνδαλο πρέπει να σκανδαλιστεί κάποιος. Να δει ή να ακούσει κάτι πρωτόγνωρο βρε αδερφέ; Δεν νομίζω οι περισσότεροι να εξεπλάγησαν με αυτά που διάβασαν. Μάλλον με το γεγονός ότι τα διάβασαν.
Θα επιχειρήσω εδώ μια συγκριτική ανάλυση της κατάστασης στα αθλητικά και της όλης οικονομικό- κοινωνικής κατάστασης. Βασικό μου εργαλείο η φράση “love/hate the game, not the player” ή κοινώς το ότι στην Ελλάδα κανείς δεν αγαπάει το ποδόσφαιρο αλλά πολλοί αγαπούν την ομάδα τους και το κέρδος τους.