Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

RIBENTZ

Τακ, τακ, τακ, τακτακ τακτα.
Λοιπόν, είναι 8 παρα 10 λεπτά πρωινή. Μόλις έκλεισε η πόρτα του σπιτιού μας αφήνωντας πίσω εμένα και το μικρότερο αδερφό μου. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά από τη μπαλκονόπορτα στο πεζόδρομο που περνά κάτω από το σπίτι, να τους δώ. Μπροστά, όπως πάντα, η μάνα του αδερφού μου, με από-φασιστηκό βήμα, όπως πάντα. Πίσω της ακολουθεί ο πατέρας μου, με βήμα αναποφάσιστο και αγχώδες. Πηγαίνουν να συναντήσουν την υπόλοιπη «φαμίλια» για το σημερινό κυνήγι.

Η φαμίλια μας είναι σχετικά μεσαία, κάπου 12-15 άτομα. Ο θείος μου ο Προκόπης με τη γυναίκα του, o ξάδερφος της μάνας μου με τη γκόμενα του και τον πατέρα της, τα δυό παιδιά του από το γάμο του, δίδυμα - μόλις πέρυσι γίνανε 16 και δεν έχουν συμπληρώσει χρόνο στο κυνήγι. Εγω που είμαι ακόμα 13, ελπίζω να αλλάξει ο νόμος όπως λένε και να μπορώ να κυνηγάω από τα 14, δηλαδή του χρόνου. Πάντως, κοιτάζωντας τα νύχια μου και χαιδέυοντας με τη γλώσσα το κυνόδοντά μου, με βρίσκω αρκετά ώριμο και έτοιμο. Ο αδερφός μου που είναι ήδη 8, ούτε τρίχες στο στήθος δεν έχει ακόμα καλά καλά. Την αγέλη μας τη συμπληρώνουν οι 3 επαγγελματίες «κυνηγοί» που δικαιούμαστε από το κράτος, από τότε που μπήκε στη σύνταξη ο πατέρας μου (σημ. ποτέ μου δε κατάλαβα γιατι ο κοζμος επιμένει να χρησιμοποιεί το λανθασμένο «βγήκε στη σύνταξη», βγαίνεις κάπου εκεί όπου μπορείς να τρέξεις, π.χ σε ένα ξέφωτο και δε ξέρω κανέναν συνταξιούχο που να μπορεί να τρέξει). Αλλοι 2 με 4 το πολύ άστεγοι-διαφορετικοί κάθε μέρα -είναι αυτοί που ακολουθούν περιστασιακά τους «δικους μου» και κυνηγούν μαζί τους, αλλά η ανταμοιβή τους είναι κάτι που ο πατέρας μου είπε πως δεν θέλω να μάθω. Να πώ εδώ πώς ο πατέρας μου από τη στιγμή που είναι συνταξιούχος, δε δικαιούται να συμμετέχει, παρα μόνο στον βοηθητικό ρόλο αυτού που καταγράφει(όσα μπορεί) με τη κάμερα. Και όταν εγω αποκτήσω το δικαίωμα να κυνηγάω, αυτος θα…έχει τη τύχη του πατέρα του. Είμαι σίγουρος πως ο παππούς εκεί που βρίσκεται, χρόνια περιμένει αυτή τη στιγμή για να ξαναπεθάνει, ευτυχισμένος αυτή τη φορά.
Moνο που εγώ θα βγαίνω να κυνηγώ μόνος.

Πολυλογώ όμως και η ώρα περνάει. Πρέπει να διαβάσω τον μικρό.
Ανοίγω τον υπολογιστή και με τους κωδικούς του μπάινω στο site του e-school του. Τι έχει τις δύο πρώτες ώρες; Xμμ. Ιστορία και μαθηματικά. Πολύωραία. Είναι παντελώς άσχετος και στα δύο. Αν παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, έχουμε πολλές ελπίδες να μη «μπεί» σε καμία σχολή και μας τον πάρει το κράτος για φυλάκιση . (Σημ. κοίτα λοιπόν που εδώ ο κόζμος χρησιμοποιεί σωστά τη φράση «μπαίνω στη σχολή», αφού μπαίνεις κάπου εκεί όπου δε μπορείς να τρέξεις, π.χ σε ένα κελί φυλακής).

Αρχίζουμε με τα μαθηματικά.
1Η ΕΡΩΤΗΣΗ
“Τι είναι τα spreads”? τον ρωτάει ο e-μαθηματικός.
Παύση. Ωραία.
Και ξάφνου το μοναχικό βουητό του επεξεργαστή σκεπάζει η τσιριχτή φωνή του μυξιάρικου αδερφού μου.
«τα spreads είναι η διαφολά επιτοκίου μεταξύ των ομολόγων δύο διαφολετικών χω…Γκντουμπ, γκντααν. Με το μπροστινό αριστερό του κατάφερα μία δυνατή στο κεφάλι, αναγκάζοντάς το να γκελάρει δυο φορές στην άκρη του γραφείου.
ΤΙ ΕΙΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΛΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ?? Θες να μας καταστρέψεις?» του φώναξα μέσα στη ματωμένη μούρη ενώ με το μπροστινό δεξί έβαζα το μικρόφωνο μας στο mute.
«Αφου το ξελω» απαντα ο μικρος.
«ΔΕ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΡΕ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟ. ΤΙΠΟΤΑ! ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ ΦΥΛΑΚΗ ΡΕ??»

Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι να τελειώσει η ώρα των e-μαθηματικών δεν έβγαλε κιχ παρά μόνο αίμα από το στόμα , μύξες από τη μύτη και δάκρυα από τα μάτια. Ο συνδυασμός των τριών υγρών κατέληγε στο καρύδι του λαιμού του σαν ξεραμένο μυξοαιματοδάκρυ.
Την ίδια αρμοστή συμπεριφορά επέδειξε και στο μάθημα της e-Ιστορίας. Κάτι πήγε να του ξεφύγει στην ερώτηση 15 ‘’Πώς εξαρθρώθηκε το παράνομο κίνημα των αγανακτισμένων και ποια η καταλυτική συμπεριφορά της Αλέκας Παπαρήγα ώστε να αποτραπεί η εξάπλωση του κινήματος Δε Πληρώνω’’, μα το ελαφρύ ανασήκωμα των αυτιών μου τον επανέφερε στη τάξη άμεσα.

Και ενώ η μάνα του τσαλαβουτούσε στα νερά του υπόνομου της οδού Κολοκοτρώνη, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Ο πατέρας μου έχει πει να μην ανοίγω τη πόρτα όταν λείπουν. Εγώ που δε φοβάμαι κανέναν και τίποτα άνοιξα τη πόρτα με μια απότομη κίνηση.

Από το διάδρομο, ξεπηδήξανε, κάτι τρίποδα, μικρόφωνα,καλώδια δυο πλάσματα τερατόμορφα με δημοσιογραφικά γιλέκα που μυρίζανε σκόρδο και πλαστικό χρήμα. Το δέρμα τους ήταν γεμάτο κηλίδες, τα μάτια τους ξεβράζανε πονηράδα. Μοιάζανε πολύ με υαινες, γιατί ήταν.
“Ο κυλιος Καλούζος είναι εδοθ;” έκραξε ο ένας από τους δυο τους, τώρα δε θυμάμαι ποιος ένας από τους δυο ήταν ,αυτός με το σκληρό ή με το μαλακό;

Δε πρόλαβα να απαντήσω καν και είχαν ήδη στρογγυλοκαθίσει πιάνοντας τις δυο άκρες του καναπέ. Άναψαν σχεδόν ταυτόχρονα τσιγάρο, ο ένας άλμπουρο μαλακό και ο άλλος άλμπουρο σκληρό.Απο τη σύγχυση δε θυμάμαι ποιο είναι ποιανού, κάτι που θα με βοηθούσε αργότερα στο αστειάκι που ήθελα να κάνω στο μεσημεριανό μας τραπέζι.
Αν και η φύση με καλούσε, δέχτηκα να μου εξηγήσουν το λόγο της επίσκεψής τους και ξαλάφρωσα λίγο κατουρώντας στο χαλάκι του σαλονιού, δίπλα στα κόκκινα παγώνια.
Μιλώντας και οι δύο ταυτόχρονα, ο Γιάννης Τρέμ και ο Πρετ Εντερ, Βέλγοι Ντοκυμαντεριστες όπως μου δήλωσαν, μου εξήγησαν πως η ιδέα του καναλιού που τους έστειλε ήταν πολύ απλή. Θα βιντεοσκοπούσαν επι δυο εβδομάδες τη ζωή μιας παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας.Με κάμερες και μικρόφωνα παντού. Στη τουαλέτα, στα κρεβάτια, μέσα στα πιάτα μας, στο μυαλό μας, ίσως και στο κώλο μας. Στη συνέχεια αυτά θα χρη... Στη συνέχεια θα μα… Στη συνέχεια τα υπολείμματα με κατάλληλη επεξεργασία θα αλεθόταν με ιχνοστοιχεία και θα χρησιμοποιούνταν για σκυλοτροφές. Η φύση μου πλέον είχε επαναστατήσει. Αφού κατούρησα άλλη μια στάλα στο κόκκινο παγώνι, ορμηξα.

Έχω αρχίσει να τρέμω. Οχι σαν την όλγα τρέμη, αλλά από ηδονή. Μα πρέπει να τελειώσω τη πρωινή αναφορά και να την παραδώσω στο πατέρα.

Λοιπόν για να τελειώνουμε πατέρα. Μετά από λίγο εμφανίστηκες εσύ. Όχι πρώτος εσύ δηλαδή, αλλά η μητέρα. Όπως πάντα. Για να σου είμαι ειλικρινής ούτε αυτή, αλλά πρώτη εμφανίστηκε η μουσούδα της. Γεμάτη αίματα, και ένα πελώριο αρουραίο πιασμένο ανάμεσα στα δόντια της -από την ουρά. Μετά εσύ,με το μόνιμα προβληματισμένο ύφος.
Ορίστε το μεσημεριανό σας, γρύλλισε η μάνα.
Εχμ, Έχουμε φαί, πολύ φαί στη κουζίνα απάντησα.
Θυμάσαι πως γουρλώσατε και οι δυο τα μάτια, όταν είδατε τη στοίβα με τα κρέατα στο τραπέζι της κουζίνας.
Τι είναι αυτά?
Από το Βέλγιο απάντησα.
Ποιος τα έφερε?
Μόνα τους ήρθαν.
Καλά καλά. Καθίστε τώρα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Φώναξε και το μικρό, μου αποκρίθηκε ο θηλυκός πατέρας.

Στο τραπέζι δε μιλούσε κανένας. Μόνο το κροτάλισμα από τα σπασμένα κόκκαλα ακουγόταν. Εγώ μάταια προσπαθούσα να ολοκληρώσω έναν αστεϊσμό πρώτα στο κεφάλι μου και μετά να σας το πω για να ευθυμήσουμε λιγάκι. Είχε να κάνει με το γεγονός ότι το κρέας του ενός ήταν πιο σκληρό από του άλλου, του οποίου ήταν πιο μαλακό από του άλλου σε συνδυασμό με τη μνήμη πως ο ένας κάπνιζε σκληρό άλμπουρο και ο άλλος μαλακό. Αλλά δε θυμόμουν ποιος είναι ο Ενας και ποιος ο Άλλος για αυτό σώπαινα κάθε δευτερόλεπτο, μέχρι που η σιωπή έγινε αιώνας.

Μετά αποκοιμηθήκαμε όλοι μαζί, πάνω στο τραπέζι, με τα κεφάλια μας ανάμεσα σε αποφάγια.
Το απόγευμα που ξυπνήσαμε, παρατήρησα τη κάμερα στην άκρη του σαλονιού που έπαιζε ακόμα. Περιχαρής σας πρότεινα να δούμε όλοι μαζί τι είχε τραβήξει.
Στη μέση περίπου της ταινίας,και ενώ ο μικρός είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μητέρας, η αρσενική μητέρα άρχισε να κλαίει.
Τι έχεις; σε ρώτησα με οίκτο.
Τίποτα, τίποτα. Να θυμήθηκα που όταν ήμουν μικρός, περίπου στην ηλικία σου, είχα δεί ένα παρόμοιο ντοκυμαντέρ στη τηλεόραση και είχα συγκλονιστεί. Μόνο που τότε ήταν αφρικανικές υαινες που κατασπάραζαν μια αντιλόπη. Δε τρώγανε όμως την ίδια τους τη ράτσα!! Δεν...

Μα τι λες πατέρα; Νομίζω πως και πάλι κάνεις λάθος πατέρα. Ούτε εδώ τρώγονται πλάσματα της ίδιας ράτσας. Eδω πρόκειται για την εκδίκηση της αντιλόπης που βαρέθηκε να τρέχει πάνω κάτω να γλιτώσει από όσους την κυνηγούν. Πρώτα επιτέθηκε στους «αντικειμενικούς» ντοκιμενταριστές που αρέσκονται να καταγράφουν βαριεστημένα το αγχωμένο τρεξιμό της που καταλήγει σε ξέσκισμα και που χρησιμοποιούν το αίμα της για μανό νυχιών. Μετα η αντιλόπη θα επιτεθεί και θα ξεσκίσει τα λιοντάρια, τις υαινες και όλα τα αρπακτικά που τη καταδίωκαν.

Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να βγώ για κυνήγι μόνος.

Oι αγέλες σκοπό έχουν την επιβίωση του είδους. Eγω δεν έχω σκοπό την επιβίωση αλλά την εκδίκηση.

1 σχόλιο: