Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Sympathy for Αη Βασίλης

Μια τραγικά λανθασμένη εκτίμηση των πραγμάτων και της κατάστασης τον οδήγησε στην απόφαση να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα το 1998. Λίγο πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου.

Την χρονιά που το αποφάσισε πίστευε ότι έχει βρει τον παράδεισο. Δεν πέρασε πολύς καιρός για να διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα. Ο Άγιος Βασίλης ήταν κολλημένος για πάντα σε αυτόν τον καταραμένο τόπο. Και έτσι αναγκάστηκε να προσαρμοστεί. Υποδύθηκε τον εαυτό του τα πρώτα χρόνια μοιράζοντας ευχές στα παιδιά. Όταν τα παιδιά έπιασαν κινητά και laptop στα χέρια δεν έβρισκε πλέον δουλειά πουθενά. Κανένα παιδί δεν ήθελε να κάθεται στα γόνατα ενός άγνωστου γέρου.

Και έτσι τα χρόνια πέρασαν και το έριξε στο ποτό και τις γκόμενες. Το πλεονέκτημα του να είσαι άγιος και αθάνατος ήταν αξεπέραστο. Μπορεί να μετρούσε τα χρόνια της ζωής του σε εκατοντάδες, όμως δεν έμοιαζε πάνω από πενηνταπεντάρης και όταν ξύρισε και τα μούσια και έβαλε ρούχα της προκοπής, έγινε ακαταμάχητος.

Αλλά και πάλι, δυο τρία ποτηράκια παραπάνω τον έριχναν αναίσθητο. Και οι γυναίκες κάποια στιγμή έπαψαν να εντυπωσιάζονται από τα φτηνά μαγικά του κόλπα.

Έτσι ο Άγιος Βασίλης έμεινε μόνος του με συντροφιά μια φυσαρμόνικα. Δεν ήξερε να την παίζει αλλά του άρεσε να την κρατάει.

Δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα το χρονικό σημείο που έφερε την αλλαγή πάνω του. Μπορεί μέχρι τότε να είχε κυλήσει πολλές φορές στον βούρκο της αμαρτίας, αλλά οι προθέσεις του παρέμεναν αγνές και τα κίνητρα του ακηλίδωτα. Τα έριχνε όλα στο ποτό. Κάποια στιγμή όμως έσπασε. Και άρχισε να γίνεται εγωιστής. Κυνηγούσε πλέον την εφήμερη απόλαυση. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός, ότι επέλεξε να τρέφεται μόνο με μπέργκερ και να πληρώνει πολλά λεφτά για λίγη παρέα από γυναίκες του ανατολικού μπλοκ.

Όπως γίνεται πάντα όμως σε αυτή τη ζωή τα λεφτά κάποια στιγμή τελείωσαν. Και τελείωσαν πολύ πιο γρήγορα από όσο είχε αρχικά υπολογίσει. Και όταν δεν δουλεύεις, είναι λίγο δύσκολο να συντηρείς τις όποιες ορέξεις έχεις για μεγάλη ζωή. Και ο Αη Βασίλης ήθελε το μπέργκερ του ακριβό και τη Ρωσίδα του 19χρονη. Που στο διάολο όμως θα έβρισκε λεφτά...

Στο μεταξύ τα Χριστούγεννα ως γιορτή πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Μπορεί ο κάθε άνθρωπος που περνάει τα 10 πρώτα χρόνια της ζωής του, να μεγαλώνει με την πεποίθηση ότι ποτέ δεν υπήρχε Αη Βασίλης, αυτό όμως είναι κάτι που ποτέ δεν αποδείχθηκε. Όπως δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει, έτσι δεν αποδείχθηκε και το αντίθετο. Τα Χριστούγεννα λοιπόν πήγαιναν κατά διαόλου από το 1998 και μετά όταν ο Αη Βασίλης πάνω σε μια στιγμή προσωρινής τρέλας αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα.

«Βασίλη σκέψου το ξανά. Αυτοί εκεί κάτω είναι καθυστερημένοι. Μη τους βλέπεις έτσι μες την καλή χαρά, κατά βάθος πονάνε. Άσε που τα πάρτυ που κάνουμε εμείς δεν τα έχουν δει ούτε στο καλλίτερο όνειρο τους» είπε ο Θεός και σκράτσαρε τον δίσκο πάνω στο πικαπ του, αποδεικνύοντας ότι όντως ο Θεός είναι DJ.

«Να τα χέσω αυτά τα πάρτυ που κάνουμε κάθε 100 χρόνια. Τις υπόλοιπες 36499 μέρες τί κάνουμε μου λες; Εσύ καλός είσαι. Το διασκεδάζεις με όλους αυτούς κάθε μέρα! Εγώ όμως που κατεβαίνω μόνο μια φορά το χρόνο στη Γή και μάλιστα φορτωμένος σα γαϊδούρι; Ούτε μια μπύρα της προκοπής σαν άνθρωπος δεν προλαβαίνω να πιω».

Η συζήτηση του Αη Βασίλη με τον Θεό δεν κατέληξε πουθενά, όσο κι αν ο Θεός προσπάθησε να τον μεταπείσει κάνοντας remix σε μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος, όπως το Sympathy For the Devil των Rolling Stones, που μπορεί να είχε προβοκατόρικο τίτλο αλλά παρόλα αυτά παρέμενε από τις all time αγαπημένες μελωδίες του Θεού, που δεν έχανε ευκαιρία να σιγοτραγουδήσει τον στίχο «Tell me baby, what's my name, Tell me honey, baby guess my name».

Έτσι ο Αη Βασίλης έγινε έκπτωτος άγγελος. Διατηρούσε όμως όλα τα πλεονεκτήματα του Αγίου υπό έναν όρο. Έναν όρο που δεν του αποκαλύφθηκε ποτέ και θα χρειαζόταν να τον παραβεί για να μάθει με σιγουριά ποιος ήταν. Άρα λοιπόν ήταν αθάνατος με ημερομηνία λήξης.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν πήγαιναν κατά διαόλου από το 1998. Σιγά σιγά η γιορτή ξέφτισε και δεν ξέρω να σας πω για τον υπόλοιπο κόσμο, γιατί τα ταξίδια μου περιορίζονται στο βορειοδυτικό ημισφαίριο και αυτά όχι πάντα σε περίοδο γιορτών, αλλά για την Ελλάδα μπορώ να σας πω πολύ απλά ότι τα Χριστούγεννα γαμήθηκαν. Και είναι νομίζω μια ταιριαστή λέξη για να περιγράψει την κατάσταση.

Γαμήθηκαν.

Ο κόσμος πολύ απλά τρελάθηκε και εκεί που τουλάχιστον είχε ένα εικοσαήμερο μέσα στη χρονιά για να «μαστουρώσει» από την ευτυχία των Χριστουγέννων και να γεμίσει τις μπαταριές του για την υπόλοιπη χρόνια, τώρα περπατούσε πάνω σε μία ευθεία γραμμή που έγερνε συνέχεια προς τα κάτω. Μια ευθεία γραμμή μιζέριας που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην εσωτερική καταστροφή.

Και για όλα αυτά έφταιγε ο μαλάκας ο γέρος. Που ξεμυαλίστηκε από δύο-τρείς γκόμενες και τα παράτησε όλα. Και τώρα δεν είχε λεφτά. Και σιγά σιγά τρελάθηκε. Και το έριξε στις ληστείες. Όλα πήγαιναν καλά στην αρχή. Κανένας δεν πάθαινε τίποτα, αυτός γέμιζε τις τσέπες του και ο μόνος που είχε πρόβλημα ήταν οι τράπεζες που έχαναν τα λεφτά τους. Καημένες τράπεζες.

Ώσπου μια μέρα…

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ο Αη Βασίλης χρειαζόταν επειγόντως λεφτά για αλκοόλ και για να πληρώσει ένα Σαββατοκύριακο με την Ντιάνα. Η Ντιάνα ήταν από τη Μολδαβία, 22 χρονών, και πρέπει να ήσουν τρελός για να της πεις όχι. Της έλεγες όχι βέβαια και όταν ήσουν άφραγκος και νηφάλιος. Ο Αη Βασίλης μπορεί να ήταν άφραγκος, άλλα ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Μαλάκα γέρο. Έτσι αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη μπάζα σε μια τράπεζα που είχε σταμπάρει. Δεν είχε περάσει καν από το μυαλό του ότι εκείνη τη μέρα για πολλά χρόνια της ζωής του σκόρπιζε ευτυχία στον κόσμο. Είχε ξεχάσει ότι ήταν Χριστούγεννα.

Βγήκε από την τράπεζα γεμάτος αίματα. Το αίμα φυσικά δεν ήταν δικό του αλλά του ανθρώπου που είχε σκοτώσει. Είχε πάρει όμως τα λεφτά. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή είχε παραβεί τον όρο της αθανασίας. Την στιγμή που σκότωσε.

Τέλος πάντων για να μη γινόμαστε μελοδραματικοί, ούτε ο πρώτος είναι ο τελευταίος που σκοτώνει. Κι στην περίπτωση που σας ενδιαφέρει και for what its worth που λένε και στο χωριό μου, τελικά κατάφερε να περάσει τα Χριστούγεννα ευτυχισμένα. Με πολύ αλκοόλ δηλαδή και την Ντιάνα, την 22χρονη Μολδαβέζα για παρέα.

Και στο κάτω κάτω αυτό δεν είναι που μετράει; Να κάνουμε ό,τι μαλακία μας έρχεται στο κεφάλι χωρίς να σκεφτόμαστε το κόστος; Τί; Όχι; Αφήστε τα ψέματα και τους ηθικούς φραγμούς. Για τον Αη Βασίλη - όπως και για τους περισσότερους από εσάς - ισχύει αυτό που πολύ εύστοχα έχει πει η ποιήτρια Rihanna «...Don't tell me you're sorry cause you're not, Baby when I know you're only sorry you got caught».

Ο Αη Βασίλης όμως δεν μπορούσε να μετανιώσει. Το μέλλον του ήταν προδιαγεγραμμένο. Ένιωθε την αθανασία να τον εγκαταλείπει και το σώμα του να γίνεται ευάλωτο. Ήταν πλέον θνητός και τώρα ήταν σειρά του να σιγοτραγουδάει, το Dont Worry About Me του Joey Ramone. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη γιορτές. Έβαλε λοιπόν για μία τελευταία φορά τη στολή του και βγήκε στο δρόμο μέσα στα νύχτα με τη φυσαρμόνικα στο χέρι. Δεν ήξερε βέβαια να την παίζει αλλά του άρεσε να την κρατάει.

Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει την ώρα που τον μαχαίρωσαν σε ένα σκοτεινό σοκάκι για να του πάρουν την είσπραξη που νόμιζαν ότι έχει πάνω του, ήταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ξεψύχησε αμέσως και κανένας ποτέ δεν κατάλαβε ποιος ήταν.

Τέλος πάντων για να μη γινόμαστε μελοδραματικοί, το θέμα είναι ότι Αη Βασίλης δεν υπάρχει πλέον και αυτή είναι η αλήθινη και θλιβερή η ιστορία του.

«Είδες για να μην ακούς τους μεγαλύτερους…» είπε ο Θεός πάνω από το άψυχο κορμί του Αη Βασίλη και έφυγε μέσα στη νύχτα σιγοτραγουδώντας το Sympathy for the Devil.

5 σχόλια:

  1. santa claus is cumming too down now δηλαδη?
    ω ρε πουστημ κατσε να σκεπτουμε ατικαταστατη τωρα..
    ...καποιον εχω στο μυαλο μου..τον θελουμε αξυριστο?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 1oν πως τελειώνουν τα χρήματα ενός γέρου που κάθε χρόνο εδώ και εκατονταετίες μοιράζει δώρα σε ένα δισεκατομμύριο παιδιά τζάμπα?

    2ον, δεν το σώζεις με τον Joey, τους είδαμε τους Stones και τις Ριάνες στο κείμενο. Τσκ τσκ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Nicholas Was...

    older than sin, and his beard could grow no whiter. He wanted to die.

    The dwarfish natives of the Arctic caverns did not speak his language, but conversed in their own, twittering tongue, conducted incomprehensible rituals, when they were not actually working in the factories.

    Once every year they forced him, sobbing and protesting, into Endless Night. During the journey he would stand near every child in the world, leave one of the dwarves' invisible gifts by its bedside. The children slept, frozen into time.

    He envied Prometheus and Loki, Sisyphus and Judas. His punishment was harsher.

    Ho.

    Ho.

    Ho.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δεν παρέχεις υπηρεσία, δεν παίρνεις επιδότηση.

    Ο τζάμπας τελείωσε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή