Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

ΦΙΛΕ ΕΓΟ ΤΟΡΑ ΟΜΩΣ ΔΕ ΞΑΝΑΤΡΩ ΠΣΑΡΙ

(ενασ φιλος μου εστηλε αφτο το παρακατω κημενο κε με παρακαλεσε να το δημοσιεφσο γιατι αφτοσ δεν εχη μπλογκ κε δε ξερη και ποσ να φτιαξει.Μου ειπε πος με αφτο θα γινη διασημοσ.Εγο παντος οταν το διαβασα μετα ηθελα να κσερασο και μετα δεν ηθελα να ξανδω πσαρι μπροστα μου.Ουτε τηγανητο ουτε βραστο ουτε σε κονσερβα ακομα.)


Δε ξέρω πως γεννήθηκα. Ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος με σιγουριά μπορεί να πει. Η μια εκδοχή λέει πως γεννήθηκα άνθρωπος. Η μάνα μου με παράτησε στην ψαραγορά, κοντά σε ένα καφάσι με γαρίδες, κόκκινες, με μαύρα μάτια και τεράστια μουστάκια. Για να μην ακούγεται το κλάμα μου απο τις φωνές των ψαράδων και να μην μυρίζεται η μωρουδίστικη σκατίλα μου απο τη μυρωδιά της ψαρίλας. Μέχρι να απομακρυνθεί αρκετά ώστε όταν με βρουν να μην είναι εκεί. Εκεί λέγεται πως με βρήκανε μετά από πολλές ώρες, ίσως και την επόμενη μέρα, γιατί είχα σφηνώσει κάτω απο το καφάσι με τις γαρίδες.

Το δέρμα μου είναι κοκκινωπό, τα μάτια μου μαύρα, το βλέμμα μου απλανές και αθώο σαν ενός ψαριού και τα τελευταία χρόνια ένα τεράστιο τσιγκελωτό μουστάκι κοσμεί το πρόσωπο μου. Όλα αυτά, μαζί με κάτι συγκεχυμένες και νεφελώδεις μαρτυρίες ψαράδων που με βρήκαν τότε αλλά όλως τυχαίως κανείς τους δεν ζει πια, αρκούν για να συντηρήσουν τον μύθο. Τον μύθο πως γεννήθηκα άνθρωπος και εγκαταλήφθηκα στη ψαραγορά από τη μάνα μου, πιθανότατα τσιγγάνα που ζητιάνευε καθημερινά στο λιμάνι ή πουλούσε την ψυχή της στους λιμενεργάτες για δέκα ευρώ. Το γεγονός ότι στην τρυφερή ηλικία του ενός μήνα, βρέθηκα αβοήθητος ανάμεσα σε γαρίδες, μπαρμπούνια, γάβρους και χταπόδια, φαίνεται οτι αρκούσε για να μεταλλαχτώ σε αυτό που είμαι σήμερα. Διόλου απίθανο αν σκεφτείς πως, εδώ στον τόπο που γεννήθηκα, παιδιά που μεγαλώνουν ανάμεσα σε γονείς πολιτικούς, γίνονται πολιτικοί, παιδιά που μεγαλώνουν ανάμεσα σε κάφρους γονείς γίνονται κάφροι. Εγώ γεννήθηκα ανάμεσα σε ψάρια.

Η δεύτερη εκδοχή, ο δεύτερος μύθος, προκλητικότερος από τον προηγούμενο με θέλει να γεννήθηκα ψάρι. Ένα ξέγνοιαστο, χαριτωμένο μικρό ψάρι, ίσως γόπα ή μαρίδα. Μέχρι που πιάστηκα στα δίχτυα ενός ψαρά. Εκεί πάνω στο ψαροκαϊκό του, με τον τρόμο να με έχει κυριεύσει, μεταμορφώθηκα σε άνθρωπο. Ένα παιδί περίπου στην ηλικία των δύο ετών. Για να γλιτώσω από το θάνατο, να μη καταλήξω στη κουζίνα μιας νοικοκυράς. Μετά μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο και τρεφόμουνα με ελπίδες τη μέρα και όνειρα το βράδυ.

Τραβηγμένη ιστορία θα πεις. Όχι τόσο αν δεις πως στον τόπο που γεννήθηκα, πρώην πρωθυπουργοί απο λαλίστατοι, μετατομορφώνονται σε αθώα «ψάρια», αν τύχει και πιαστούν στα δίχτυα της αλήθειας. Η θάλασσα αρχίζει να ξεβράζει σκάνδαλα και αυτοί κοιτούν σα χάνοι, με λιωμένο βλέμμα. Έχασαν τη λαλιά τους. Αν ξύσεις τα λέπια τους θα βγει χρυσό, αλλά ποιός θα σκεφτεί να ξύσει τα λέπια ενός πρώην πρωθυπουργού.

Όπου κι αν κρύβεται η αλήθεια, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο μύθους ή κάπου αλλού, εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι μισός άνθρωπος, μισό ψάρι ή μισό ψάρι, μισός άνθρωπος. Πώς γεννήθηκα δε ξέρω.

Πως ζω όμως μπορώ να σου πω. Σαν όλα τα είδη της κάστας μου (λυκανθρώπους, ανθρώπους-άραχνες, ανθρώπους-νυχτερίδες και άλλους) έτσι κι εγώ ζω αλλιώς τη μέρα και αλλιώς τη νύχτα.

Τη μέρα ζω σαν ψάρι. Κολυμπάω στα βαθυγάλαζα νερά, τρέφομαι με πλαγκτόν και άλλα μικρότερα ψάρια. Καθημερινά ζω και κολυμπάω μέσα στον κίνδυνο. Μη φαγωθώ από κάποιον καρχαρία, μη γίνω επιφανές μέλος της ψαριάς ενός ηλιοκαμμένου Αιγύπτιου ψαρά στα ανοιχτά του βορείου Αιγαίου, μη πέσω θύμα λιπαρής πετρελαιοκηλίδας, μη, μη, μη. Λίγο πιο ασφαλής από το αν ζούσα ως άνθρωπος στην ξηρά δηλαδή.

Mόλις νυχτώσει, η θάλασσα με ξεβράζει στην πιο κοντινή παραλία. Είναι περίεργο που οι άνθρωποι, δε με φοβούνται διόλου. Τρελαίνονται να μαζεύονται στη παραλία, μόλις πέφτει ο ήλιος και βγαίνει το φεγγάρι, για να χαζέψουν την καθημερινή μετάλλαξή μου. Είμαι ο μοναδικός τους σύνδεσμος με το χώρο της φαντασίας ίσως. Και δε θέλουν να με χάσουν. Αλλιώς σίγουρα θα με είχαν παραδώσει στην επιστήμη και θα με είχαν θυσιάσει στο βωμό της έρευνας. Αυτά συνέβαιναν τα πρώτα χρόνια βέβαια. Τώρα με έχουν μάθει, με έχουν συνηθίσει, με έχουν βαρεθεί και σπάνια κάποιος με αναγνωρίζει σαν τον άνθρωπο–ψάρι.

Τις νύχτες μου τις περνάω σαν άνθρωπος ξάγρυπνος πάντα. Δε θέλω να χάσω ούτε ένα λεπτό από την ανθρώπινη υπόστασή μου γι' αυτό και δε κοιμάμαι ποτέ. Πάντα είμαι σε κάποιο μέρος, νησί ή παραθαλλάσιο για προφανείς λόγους. Να είμαι έτοιμος για την πρωινή μετάλλαξη. Συνήθως περπατάω μόνος στους άδειους δρόμους, χαζεύω τους περαστικούς. Προσπαθώ μελετώντας τις χειρονομίες τους, το περπάτημα τους, τις ομιλίες τους, να βρω μια κάποια ομοιότητα του κόσμου τους με τον υποθαλλάσιο. Αν παρατηρώ για πολλές ώρες, τότε εικόνες από τον άλλο κόσμο αρχίζουν να αναμιγνύονται με τον έξω κόσμο, δημιουργώντας ένα σουρεαλιστικό τοπίο. Ένας καρχαρίας μόλις έχει βγει από το μικρό ξύλινο μπαρ αγκαλιά με μια πανέμορφη κοπέλα, ενα κοπάδι από σουπιές περιμένει στην ουρά για κρέπες μεσ' την καντίνα, ενώ πιο δίπλα μια τυχερή συναγρίδα ήδη ρουφάει με ηδονή τα φύκια μέσα από τη ζεστή κρέπα της. Αν στρέψω το βλέμμα μου προς τη θάλασσα, στο βάθος της διακρίνω τις λαμπερές φιγούρες, ανθρώπων που ξεπηδούν από τη θάλασσα και κάνοντας μια περιστροφή, ξαναπέφτουν, σκίζοντας τα νερά χωρίς να διαταράξουν την ηρεμία τους. Ένα σίγουρο δεκάρι στους ολυμπιακούς αγώνες κατάδυσης. Μια πρωτοφανής επιτυχία που δε θα φέρει διακρίσεις και παγκόσμια αναγνώριση.

Σαν άνθρωπος ζω μόνο το βράδυ. Μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Η πρώτη ηλιαχτίδα με βρίσκει επανδρωμένο (αν και εκείνη τη στιγμή δε θεωρούμαι και πολύ άντρας) με λέπια, βράγχια, ασημένια σάρκα και χωρίς μιλιά. Ένα ψάρι έξω από το νερό δηλαδή. Έναν άνθρωπο που πνίγεται στη στεριά. Η κατάρα μου είναι αυτή. Το βράδυ με βρίσκει αναγκαστικά στη στεριά. Σαν άνθρωπος δε μπορώ ούτε στιγμή μέσα στη θάλασσα, πνίγομαι. Η μέρα με βρίσκει σαν ψάρι στα βάθη της θάλασσας, δε μπορώ ούτε στιγμή έξω από το νερό, θα πνιγώ. Μισός-μισός. Μια στη θάλασσα μια στη στεριά. Ούτε η θάλασσα με αντέχει για πολύ, ούτε η στεριά έχει τα κάλλη να με κρατήσει για πάντα.

Όλα αυτά μέχρι πριν λίγο καιρό δε με ένοιαζαν καθόλου. Ζούσα ευτυχισμένος και γεμάτος με τις δύο ζωές μου, που σαν δύο παράλληλες ευθείες και πάντα σύμφωνα με τα μαθηματικά αξιώματα, δε θα μπορούν να συναντηθούν σε κανένα σημείο. Μέχρι εκείνη την καλοκαιρινή, υγρή νύχτα στο νησί που την είδα σαν σκιά να στέκεται στην ακροθαλασσιά. Πλησίασα λίγο πιο κοντά και είδα πως καθόταν κάτω στην άμμο, τα πόδια της γυμνά, ήταν μέσα στο νερό μέχρι τον αστράγαλο. Το βλέμμα της φαίνονταν απλανές, μοιάζει να έκανε εικονικές βουτιές στα βαθυά. Δε φαινότανε χαρούμενη, μα ουτε και λυπημένη. Μάλλον κουρασμένη. Από την προηγούμενη μέρα κι από την επόμενη.

Από τότε, κάθε βράδυ περιμένω στην ίδια παραλία περιμένοντας να έρθεις. Βλέπεις τώρα το αυτή έγινε εσύ. Αυτό συμβαίνει όταν -βλέπεις έναν άνθρωπο μια φορά και μετά θέλεις να τον ξαναδείς- όταν ένας άνθρωπος μπει στο μυαλό σου και φωλιάσει εκεί. Άλλες φορές έρχεσαι κι άλλες όχι. Πάντα μόνη σου. Πάντα κάθεσαι στην ίδια στάση και στο ίδιο σημείο, με τα πόδια βυθισμένα στο νέρο μέχρι τον αστράγαλο. Μερικές στιγμές τα χείλια σου κινούνται πάνω κάτω, σαν να μονολογείς κάτι. Μετά από πολλές προσπάθειες να διαβάσω τα χείλη σου και από ένστικτο πες, κατέληξα πως εύχεσαι να ήσουν ψάρι έστω και για μια μέρα. Ή για πάντα αρκεί να ξεχνούσες οτι είχες ζήσει μέχρι τότε σαν άνθρωπος. Γιατί το παρελθόν λειτουργεί σαν βαρίδι, όταν θες να κολυμπάς στα ανοιχτά.

Μετά από αυτό, σκέφτομαι συχνά μήπως μια τέτοια περίπτωση να είμαι κι εγώ τελικά. Ένας άνθρωπος που απλά βαρέθηκε να ζει τη μέρα και ευχήθηκε να γινόταν ψάρι. Γι' αυτό και δεν έχω κανένα παρελθόν να θυμάμαι. Αυτό το μύθο, σε αντίθεση με τους άλλους, τον δημιούργησες εσύ. Γι' αυτό έχω κάθε λόγο να θέλω να τον πιστεύω.

Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, το ενιώσα να στέκεται χαμογελαστό πίσω από την πλάτη μου. Κάθε φορά που σε συναντούσα από τότε, ήταν κι αυτό εκεί, μα εσύ δε μπορούσες να το δεις, γιατί προσπαθούσα να σου το κρύψω. Για να καταλάβεις σκέψου το σαν ένα μικροκαμωμένο παιδί, που βρισκόταν πάντα πίσω μου όταν σε συναντούσα.. Αυτό προσπαθούσε να σου φανερωθεί, μα εγώ με απελπισμένες, σπαστικές, κινήσεις κατάφερνα να στέκομαι πάντα μπροστά του για να μην το βλέπεις. Ίσως καμιά φορά να είχες διακρίνει το τριχωτό της κεφαλής του, μα μέχρι εκεί.

Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα είναι νύχτα και θα με βρει μέσα στη θαλάσσα. Σαν ψάρι έστω. Θα κολυμπήσω μέχρι την ακροθαλλασιά κι εκεί θα μπερδευτώ ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα των ποδιών σου. Θα παίξω μαζί σου. Θα νιώσεις το χαρακτηριστικό γαργαλιτό που θα φανερώνει την παρουσία μου. Θα είμαι το μικρό ψάρι. Μπορεί όμως και να μη με νιώσεις αν είσαι πάλι τόσο αφηρημένη.

Τέλος.


Όχι! Έχει κι άλλο τέλος.



ΟΙ ΚΟΜΜΕΝΕΣ ΣΚΗΝΕΣ:

Μια μέρα έκανα κάτι ασυνήθιστο για άνθρωπο-ψάρι. Επισκέφτηκα έναν ψυχολόγο. Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τότε. Σχεδόν του τα είπα όλα. Ότι είμαι μισός-μισός, τι ωραία που είναι στο βυθό της θάλασσας, για σένα δε του έχω πει ακόμα. Προχθές ήμουν έτοιμος να του το πω, αλλά τότε έξω από το παράθυρο του ιατρείου του είδα να πετούν κάτι γλαροπούλια κι από την τρομάρα μου μήπως με δουν και με αρπάξουν στο μυτερό τους ράμφος, ξαναβούτηξα στα βαθυά.

Βέβαια ο γιατρός μου λέει όλο κάτι ασυναρτησίες. Πως αρνούμαι να δεχτώ την πραγματικότητα και για αυτό δημιούργησα αυτήν την ιστορία με τον άνθρωπο-ψάρι. Πως τόσα χρόνια η πραγματικότητα, που την έχω παραλληλίσει με τη στεριά με «φοβίζει» κι έχω την ανάγκη να δημιουργώ φανταστικούς υποθαλάσσιους χώρους, για να κολυμπάω ανένοχλητος εκεί μακρυά από τους ανθρώπους. Πως δεν είμαι άνθρωπος-ψάρι, απλά ρίχνω βουτιές στα «σκοτεινά νερά» με το μυαλό μου ψάχνωντας για θησαυρούς εκεί. Μα πρέπει να σταματήσω να το κάνω αυτό, να αποδεχτώ πως είμαι άνθρωπος, που ζει στη στεριά και σε αυτή να ψάξω για τους θησαυρούς που μου αναλογούν. Πως ίσως επειδή μεγαλώνω και δε το θέλω, νιώθω μερικές φορές σαν ψάρι έξω από το νερό. Εκεί συμφώνησα για πρώτη φορά μαζί του, λέγοντας του πως «Και βέβαια είμαι ψάρι έξω από το νερό», μόνο που εγώ κυριολεκτούσα ενώ ο γιατρός ζει στο δικό του φανταστικό κόσμο που νομίζει ότι όλοι οι άνθρωπο είναι ίδιοι και όλα τα ψάρια ίδια και πως δεν υπάρχουν άνθρωποι-ψάρια.

Χθες ο γιατρός, μαζί με κάτι άλλους τύπους με άσπρες μπλούζες, μου συστήσανε μια βόλτα σε ένα πάρκο. Τους είπα ότι ήταν αδύνατο γιατί έπρεπε να παω μια βόλτα στην παραλία. Δεν τους είπα ότι εκεί θα περίμενα να σε δω. Επέμεναν και τα κατάφεραν με λίγο βίαιο τρόπο βέβαια. Όταν φτάσαμε στο 'πάρκο' μου πρότειναν να μείνω μια μέρα σε ένα ξενοδοχείο που βρίσκεται μέσα στο πάρκο και να ξεκουραστώ, γιατί είναι αλήθεια πως φαινόμουνα πολύ κουρασμένος. «Μα και βέβαια είμαι κουρασμένος» τους είπα, «θα ξημερώσει σε λίγο κι εγώ έχω απομακρυνθεί αρκετά από την ακροθαλασσιά. Πρέπει να επιστρέψω γρήγορα στη θάλασσα πριν ο ήλιος ανατείλει γιατί αλλιώς ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ».

Η ώρα είναι εξίμιση κι εγώ είμαι κλεισμένος στο άχαρο δωμάτιο αυτού του ξενοδοχείου. Δε ξέρω πόσο θα αντέξω έξω από το νερό σαν ψάρι μα δε μπορώ να περιμένω και την ώρα του θανάτου μου επειδή αυτοί οι άνθρωποι είναι στενόμυαλοι.

Ήδη όμως πιστεύω πως βρήκα τη λύση. Έχω γεμίσει τη λεκάνη της μπανιέρας μέχρι πάνω. Θα βουτήξω μέσα -μόλις μεταμορφωθώ σε ψάρι- και θα γλιστρίσω από το σιφόνι της μπανιέρας στα βαθυγάλαζα νερά του Ωκεανού μου.


ΥΣΤΕΡΙΟΓΡΑΦΟ ΧΟΙΡΩΝΑ
η.γαμμα.
ΦΙΛΕ ,ΣΤΟ ΞΑΝΑΛΕΟ.ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΦΤΟ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΓΚΙΞΩ ΚΑΝΕΝΑ ΠΣΑΡΙ.ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΗ ΦΑΩ ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΝΘΡΟΠΟ ΚΑΤΑΛΑΘΟΣ.ΜΟΥ ΕΚΑΝΕΣ ΖΗΜΙΑ.

5 σχόλια:

  1. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!! ΒΡΙΚΑ ΤΟΥΣ ΚΟΔΙΚΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΟΓΚ! ηταν σε ενα χαρτακι διπλομενο μεσα σε ενα κουτι που φηλαο παλιεσ χρησημοπιημενες σερβιετεσ απο προην μου. Ε που να το φανταστο οτη τους ηχα εκει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ψάχνοντας τους χαμένους κωδικούς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα ψάρια του αλμυρού νερού δεν ζούνε στην μπανιέρα.

    - Ο ξενέρωτος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλά, αυτό δεν είναι μπλογκ, είναι η Σουρεαλιστική Διεθνής....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μας την μαύρισες την ψυχή, αλλά τα 'σπασε ο φίλος σου, Χοίρωνα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή