Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Οι Υιοί της Ζίβα

(κάντε click πάνω στο εξώφυλλο για να κατεβάσετε το διήγημα σε pdf και να δείτε στοιχεία επικοινωνίας του συγγραφέα)

Η κολεκτίβα του ΖΑΜ (Zero Artistic Movement)

παρουσιάζει το διήγημα με τίτλο:


Οι Υιοί της Ζίβα


«Οι περιπέτειες ενός Κινέζου στην Αθήνα του μέλλοντος»


Το παρόν αποτελεί πνευματικό αγαθό ολόκληρου του κόσμου (γήινου και εξωγήινου) και η αναπαραγωγή του είναι ελεύθερη εφόσον δεν αποσκοπεί στην εμπορευματοποίησή του. Οποιαδήποτε προσπάθεια στην αντίθετη κατεύθυνση είσθε να είναι καταραμένη για όσους το επιχειρήσουν ακόμα και για τον ίδιο το συγγραφέα.



«Ο κύριος Λι να περάσει στην αίθουσα των ανακοινώσεων», φώναξε από τον εξώστη του θαλάμου αναμονής μία γυναικεία φωνή, χωρίς να είναι διακριτή η παρουσία της από τους παριστάμενους.

Καμία κίνηση.

«Κύριε Λι, σας διατάζω εκ μέρους του Συμβουλίου. Γνωρίζουμε ότι είστε παρόν και σας υπενθυμίζουμε ότι δεν θα επιτραπεί η έξοδος σας από εδώ αν δεν ακολουθήσετε τις οδηγίες μας».

Ένας μικροκαμωμένος μελαχρινός άντρας, ασιατικής καταγωγής, έκανε δειλά δειλά βήματα και ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος – αποκλειστικά ανδρών – καθώς προχωρούσε προς την αίθουσα ανακοινώσεων. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την έκβαση της υπόθεσής του, γνώριζε ότι τα ποσοστά επιτυχίας ήταν πλέον κάτω του 30% των δειγμάτων και επιπλέον οι τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι είναι ακόμα χαμηλότερα για τους ασιάτες. Όμως πριν ανοίξει την πόρτα της αίθουσας ανακοινώσεων έκανε μια αισιόδοξη σκέψη: «Υπάρχει ελπίδα».





Τι περίεργο όμως. Με το που έκλεισε την πόρτα ένιωσε μια έντονη δυσφορία. Μα και βέβαια, ποιος δεν θα καταβαλλότανε από άσχημα συναισθήματα μπαίνοντας σε μια κατάμαυρη αίθουσα χωρίς παράθυρα και με την ύπαρξη ενός υπερβολικά μικρού τραπεζιού, του μοναδικού επίπλου (επίσης μαύρου χρώματος), σε μια τεραστία αίθουσα; Αναρωτήθηκε το λόγο…, αλλά πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη ακούστηκε η ίδια επιβλητική γυναικεία φωνή:

«Προχωρήστε ποιο γρήγορα, προς το φως, κύριε Λι. Αρκετό χρόνο χάσαμε μαζί σας».

Υπάκουσε και μόλις έφτασε κοντά στο κάπως παλιομοδίτικο φωτιστικό παρατήρησε ότι ήταν γυρισμένο προς το τραπέζι φωτίζοντας ένα κομμάτι χαρτί που ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του. Το μέγεθος του ήταν τέτοιο ώστε η σελίδα αυτή να φαίνεται σαν φωτογραφία πλαισιωμένη από την κορνίζα ενός κάδρου. Είχε καταλάβει πριν καν διαβάσει την απάντηση ότι θα ήταν αρνητική. Πράγματι, με μεγάλα γράμματα ήταν τυπωμένα τα εξής:

Προς κ. Ισίδωρο Λι

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΣΑΣ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ:

ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΣΑΣ

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ

Υπογραφή

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ

«Κύριε Λι σας ενημερώνω ότι μπορείτε να καταθέσετε αίτηση επανεξέτασης για μία μόνο ακόμα φορά».

Το σκυφτό πρόσωπο του Λι ανασηκώθηκε και τα μάτια του πλανήθηκαν στο δωμάτιο προσπαθώντας να εντοπίσει τη γυναίκα που του μιλούσε. Μα τι έκπληξη!! Δύο μάτια ξεπρόβαλαν από τον απέναντι σκοτεινό τοίχο. Τα μελιά μάτια που αντίκρισε απέναντί του τον έκαναν να φαντασιωθεί μια όμορφη αυταρχική γυναίκα. Ψιθύρισε διστακτικά: «Τι πιθανότητες έχω…»

«Σύμφωνα με τις μελέτες της Ανεξάρτητης Αρχής το σφάλμα λάθους ανέρχεται σε ποσοστό 0,000000000000001%»

Ούτε που κατάλαβε πόσα μηδενικά εκφώνησε η γυναικεία φωνή με τα δύο προκλητικά μάτια.

«και θα πρέπει να γνωρίζεται ότι το κόστος επανεξέτασης είναι 8πλάσιο, αυτή τη φορά»

«Μα….»

«Αυτοί είναι οι κανονισμοί… προχωρήστε προς τα έξω… το συντομότερο δυνατόν»

Τα μάτια εξαφανίστηκαν.

-----------------------------------------------

Ώστε αυτό ήταν, σκέφτηκε: «Λοιπόν, πρέπει να το πάρω απόφαση, δεν θα γίνω ποτέ μέλος των Υιών της Ζίβα».

Η όλη διαδικασία τον είχε κουράσει τόσο πολύ. Δεν είχε κουράγιο να πάει κατευθείαν στο σπίτι της συγκάτοικου του, της Αφροδίτης, που τον φιλοξενούσε. Μένανε μαζί ένα χρόνο τώρα. Ήταν αρκετά δεμένοι. Και φυσικά όχι μόνο φίλοι. Άλλωστε ο Λι δεν πίστεψε ποτέ στη φιλία, πόσο μάλιστα μεταξύ ενός αρσενικού και μιας γυναίκας. Αρσενικού; Ναι, αρσενικού!! Πλέον έτσι θα τον φώναζαν οι γυναίκες. Μόνο οι Υιοί της Ζίβα αποκαλούνταν Άντρες. Και όχι, δεν μπορούσε να τις ξεγελάσει κανείς. Όχι, χωρίς το πιστοποιητικό Γονιμότητας ήταν χαμένος.

Έριξε μια ματιά στο πορτοφόλι του και πήρε το δρόμο για το αγαπημένο του μπαρ. Θα έπινε κάτι για να συνέλθει. Μπαίνοντας μέσα στο «Διόνυσο», το μπαρ ήταν άδειο, αλλά στη γωνία δίπλα στην τουαλέτα αντίκρισε τον φίλο του τον Τάκη. Παραξενεύτηκε, γιατί ήταν νωρίς ακόμα. Τρεις και τέταρτο έδειχνε το ρολόι πάνω από το κεφάλι του.

- Τάκη, τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς;

- Ότι και εσύ, ήρθα να ποιώ κανένα ποτηράκι

- Μα καλά μεσημεριάτικα; Δεν δουλεύεις σήμερα;

- Μόλις σχόλασα, αλλά δεν είχα καμία όρεξη να πάω σπίτι. Μου τα πρήξανε στη δουλειά και δεν έχω όρεξη για άλλες μουρμούρες.

Ο Τάκης κοίταξε προσεχτικά τον Λι και παρατήρησε ότι εκείνος ήταν λίγο αφηρημένος, σαν να μην άκουγε τι του λέει εκείνη την ώρα.

- Εσύ τι κάνεις εδώ, ρε. Σαν ανάποδο γαμώτο είσαι … Τσακώθηκες με την Αφροδίτη;

- Όχι, αλλά …

Ο Λι σταμάτησε

- Τι αλλά; Κάτσε να πιεις ένα κονιακάκι να μου τα ξεράσεις όλα

- Όχι κονιάκι Τάκη. Χρειάζομαι κάτι ποιο δυνατό.

Η επιθυμία του Λι στα αυτιά του Τάκη έσκασε σαν βόμβα μεγατόνων. Κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.

- Και τι θες να πιεις; Οινόπνευμα;

- Ένα Αψέντι

Είπε ο Λι κοιτώντας την Πέπι, μια 17χρονη κουκλίτσα που είχε την σπάνια ομορφιά Ελληνοπολωνέζας. Ο Τάκης την κοίταξε στον κώλο και αναστέναξε: «Αχ, τι μωρό!».

Ο Λι συνοφρυώθηκε και τον συνέτισε

- Έλα τώρα, μην λιγουρεύεσαι τη μικρούλα, ξεχνάς ότι είσαι 16 χρόνια μεγαλύτερος;

- Εμένα μου αρέσουν τα πιπίνια, φώναξε επίτηδες ο Τάκης για να το ακούσει και η Πέπι.

Η Πέπι γύρισε και του είπε: «Ούτε στα όνειρά σου», κοιτάζοντάς τον όμως με πολύ νάζι.

Ο Λι επενέβη:

- Πόσα κονιάκ έχεις πιεί;

- Το πρώτο είναι

- Και ξέφυγες από τώρα;

- Δεν έχω φάει

- Έχεις λεφτά;

- Ναι, μην ανησυχείς, απλά δεν έχω όρεξη. Αν θες πάρε κάτι εσύ.

Ο Λι παρήγγειλε ένα πιάτο ρύζι, το αγαπημένο του φαγητό!!!

- Λοιπόν ξεκίνα, του είπε ο Τάκης

-----------------------------------------------

Ο Λι αντί να μπει κατευθείαν στο θέμα ξεκίνησε έναν απολογισμό της ζωής του. Ήταν κάτι που είχε ανάγκη να το κάνει και ο Τάκης δεν τον διέκοψε, διαισθανόμενος την επιθυμία του φίλου του:

«Δεν θυμάμαι αν στο έχω ξαναπεί… στην Αθήνα ήρθα πριν 7 χρόνια, μετά το τέλος δηλαδή του Τελευταίου Μεγάλου Πολέμου. Ήρθα εδώ χωρίς τη θέληση μου. Μετά την ήττα του άξονα συμμαχίας ΗΠΑ – Ισραήλ – Βρετανίας. Η Ελλάδα το πλήρωσε ακριβά, όπως κάθε κράτος που τάχθηκε με την πρώην υπερδύναμη. Οι απώλειες σε ζωές ήταν πολύ μεγάλες. Το ξέρεις και εσύ… , άλλωστε είσαι πολύ τυχερός που επέζησες αυτού του πολέμου. Όπως επίσης ξέρεις καλά ότι ολόκληρη η ελληνική επικράτεια εντάχθηκε στην Ευρασιατική Ομοσπονδία υπό τη διακυβέρνηση της Μόσχας. Η κατανομή όμως του πληθυσμού στη νεοσύστατη Ομοσπονδία ήταν υπερβολικά άνιση, ιδιαίτερα μεταξύ των πρώην κρατών που υποστήριξαν τους ηττημένους και εκείνων που στήριξαν τους θριαμβευτές του άξονα συμμαχίας Ρωσίας – Κίνας – Αραβίας.

Η εκτελεστική εξουσία, λοιπόν, αποφάσισε την ανακατανομή του πληθυσμού της Ευρασιατικής Ομοσπονδίας στα πλαίσια της οποίας 500 χιλιάδες κινέζοι ήρθαν στις ελληνικές πόλεις. Έτσι και εγώ, χωρίς τη θέλησή μου, επειδή είχα αρνηθεί να πολεμήσω, βρέθηκα στην Αθήνα. Δεν δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ. Όπως όλοι οι κινέζοι, έτσι και εγώ διαθέτω μεγάλη ικανότητα προσαρμογής σε αντίξοες συνθήκες. Θα θυμάσαι ότι πριν 7 χρόνια η Αθήνα ήταν νεκρή πόλη. Ο πληθυσμός της είχε αποδεκατιστεί, φτώχεια υπήρχε παντού και η πείνα συνέχιζε να εξοντώνει τους εναπομείναντες. Όμως η Ρωσία (πιστεύω κυρίως επειδή οι έλληνες ήταν ορθόδοξοι αλλά και επίσης εξαιτίας ενός μεγάλου ποσοστού πολιτών που τάχθηκαν ενάντια στις πολιτικές επιλογές στήριξης του Αμερικάνικου Άξονα) αποφάσισε να βοηθήσει την ανασυγκρότηση των ελληνικών πόλεων. Άλλωστε δεν μπορούσε να αφήσει στο έλεος της μιζέριας και όλους όσους έστειλε από τις υπόλοιπες περιοχές της Ομοσπονδίας σε αυτόν τον καταραμένο τόπο.

Πέντε ολόκληρα χρόνια δούλεψα στο Πρόγραμμα Ανοικοδόμησης. Οι Ρώσοι φρόντιζαν να μας δίνουν τα απαραίτητα για την επιβίωση, αλλά τίποτα παραπάνω. Πέντε χρόνια μαυρίλα. Αν δεν είχα γνωρίσει και εσένα στο λατομείο, θα είχα τρελαθεί. Δεν ξέρω αν φταίω εγώ που ήμουνα μπακούρι. Σχεδόν όλοι οι κινέζοι είχαν μια σύντροφο. Αυτό τους έφτανε, δεν νοιάζονταν και πολύ για φιλίες. Δουλειά, φαΐ, γαμήσι και πάλι από την αρχή. Κανείς δεν επιδίωκε κουβέντα και ποτό. Ευτυχώς βέβαια ήσουν και εσύ μπακούρι τότε, αλλιώς που χρόνος για φιλίες;

Έτσι έχασα 5 χρόνια από την ζωή μου. Και τι χρόνια ε; Την εφηβεία μου δηλαδή.

Όταν τελείωσε το Πρόγραμμα Ανοικοδόμησης οι Ρώσοι απέσυραν τη βοήθεια τους… και είπαν ‘Αθηναίοι ήρθε ο καιρός να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας’. Μόλις άκουσα τον υπουργό Εσωτερικής Αλληλεγγύης να το ψελλίζει στην τηλεόραση, φώναξα δυνατά ‘Στο διάολο αλήτες… δεν είμαι Αθηναίος’.

Έκανα αίτηση επαναπατρισμού. Απορρίφθηκε αμέσως διότι δεν είχα συνεισφέρει στην ανασύσταση του τοπικού πληθυσμού. Έπρεπε δηλαδή να έχω αφήσει απογόνους. Ο γραμματέας του τοπικού παραρτήματος του υπουργείου Εσωτερικής Πολιτικής μου εξήγησε ότι για να ξαναγυρίσω στην Κίνα έπρεπε να αποκτήσω τουλάχιστον 2 παιδιά. Γιατί όπως είπε και ο ίδιος με γλαφυρό τρόπο ‘όταν φεύγει ένας πρέπει να μένουν πίσω 2 … για ποιο λόγο άλλωστε σε φέραμε εδώ; Μπορεί όντως να βοήθησες στην ανοικοδόμηση της πόλης αλλά ο αρχικός σκοπός της ανακατανομής ήταν και παραμένει η ανασύσταση του πληθυσμού της Αθήνας’. Μου επισήμανε επίσης ότι εφόσον θέλω να κάνω αίτηση επαναπατρισμού, θα έπρεπε η γυναίκα με την οποία θα κάνω παιδιά να μην είναι κινέζα. Το θέμα ήταν καθαρά πρακτικό: εκτός από εμένα, η υπόλοιπη ‘‘οικογένεια’’ έπρεπε να θέλει να μείνει στην Αθήνα.

Στην αρχή κάτι τέτοιο μου φάνηκε εντελώς εξωπραγματικό. Όταν όμως έβαλα την αγγελία, η ανταπόκριση των γυναικών ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Όπως μου εξήγησε η Αφροδίτη, οι γυναίκες είχαν πολύ μεγαλύτερη οικονομική άνεση από τους άντρες και προτιμούσαν να νταντεύουν μόνο τα παιδιά τους. Δεν είχε και άδικο. Όπως και για μένα ήταν δύσκολοι καιροί για να βρεις δουλειά. Και παραμένουν βέβαια. Η Αφροδίτη όπως και οι περισσότερες ελληνίδες είχαν μαζέψει αρκετά λεφτά δουλεύοντας στην υπηρεσία των Ρώσων εργολάβων. Οι όμορφες, ή μάλλον όσες δεν ήταν άσχημες, εξυπηρετούσαν τα βίτσια τους και οι Ρώσοι για αντάλλαγμα δεν τους χάλαγαν χατίρι. Όμως το ‘‘κακό’’ παράγινε όταν η Αθήνα έγινε σεξοτουριστικός προορισμός για τους υπόλοιπους Ρώσους. Κάποιος γνωστός από το λατομείο μου είχε πει ότι παλιότερα συνέβαινε το αντίθετο. Οι Ρωσίδες ήταν αυτές που ικανοποιούσαν τους έλληνες μόνο που δεν χρειαζότανε να ταξιδεύουν τόσο μακριά, αφού φέρνανε τις γυναίκες στην Ελλάδα. Ποιος θα το φανταζότανε ότι θα αντιστρεφότανε αυτή η κατάσταση; Κάτι τέτοιο μου φαίνεται σαν η εκδίκηση των Ρώσων. Οι έλληνες μας ατίμασαν τις γυναίκες και τώρα εμείς θα ατιμάσουμε τις δικές τους.»

Ο Λι σκίρτησε περίεργα εκείνη τη στιγμή. Κάτι μεταξύ γέλιου και πνιχτού λόξιγκα ή ο συνδυασμός και των δύο μαρτυρούσαν την κυνική διάθεσή του.

-----------------------------------------------

Η Πέπι έφερε το ρύζι στο τραπέζι των δύο φίλων. Καθώς τους σερβίριζε έσκυψε όσο μπορούσε ποιο πολύ για να φανεί το υπέροχο στήθος της μέσα στο ανοιχτό μπούστο. Αυτή τη φορά όμως κανένας δεν της έδωσε σημασία. Ο Τάκης την κοίταξε με άγριο βλέμμα και αυτή απομακρύνθηκε βγάζοντας του τη γλώσσα.

- Σου έχω πει γιατί προτίμησα την Αφροδίτη; Ρώτησε ο Λι

- Δεν νομίζω.Μπορεί κάποια φορά σε κάποιο μεθύσι επάνω, αλλά δεν θυμάμαι. Αποκρίθηκε ο Τάκης

Ο Λι άφησε το αχνιστό πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό να κρυώσει και συνέχισε την εξομολόγησή του.

«Δεν ήταν σαν τις συνηθισμένες ελληνίδες. Όπως και τις υπόλοιπες, οι Ρώσοι την είχαν ατιμάσει πολλές φορές, αλλά δεν το έπαιζε ‘‘κυρία’’. Ήταν ειλικρινής μαζί μου από την αρχή. Είναι ωραία κοπέλα και φοβότανε μήπως αλλάξω γνώμη και μείνω τελικά μαζί της αφότου κάνουμε παιδιά. Της πρότεινα λοιπόν να υπογράψουμε ενώπιον δικηγόρου. Οι όροι λοιπόν της συνεύρεσής μας ήταν σαφείς. Θα κάναμε πάνω από δύο παιδιά ώστε να μπορέσω να πάρω την Άδεια Επαναπατρισμού με μόνη μου υποχρέωση, ότι και να συμβεί, να αποχωρήσω από την ‘οικογένεια’ το αργότερο μετά από 2 χρόνια από τη γέννηση του δεύτερου παιδιού. Η σχέση μας λοιπόν ήταν καθαρά διαδικαστική.

Όταν όμως μετά από προσπάθειες ενός έτους δεν υπήρξε αποτέλεσμα η ίδια μου πρότεινε να συγκατοικήσουμε σπίτι της. Πίστευε ότι η αποτυχία της σύλληψης οφειλότανε ακριβώς σε αυτή τη ψυχρή σχέση που υπήρχε μεταξύ μας. Δέχτηκα με πολύ χαρά. Όπως καταλαβαίνεις εκτός από την παρέα της Αφροδίτης κέρδισα και λεφτά, αφού ξενοίκιασα το δωμάτιο που έμενα.

Δεν πέρασε πολύς καιρός από την πρώτη μέρα συγκατοίκησής μας όταν διάβασα σε μια ηλεκτρονική εφημερίδα ένα άρθρο σχετικά με τα αίτια της υπογονιμότητας των ανδρών. Τα νέα με χτύπησαν σαν κεραυνός. Τα μυστικά αρχεία των Αμερικάνικων υπηρεσιών διέρρευσαν αποκαλύπτοντας μια σοκαριστική πραγματικότητα. Τόσο ο Αμερικάνικος άξονας όσο και ο Κινέζικος είχαν χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια του Τελευταίου Πολέμου βόμβες αερίων που προκαλούσαν υπογονιμότητα. Επρόκειτο για ένα νέο όπλο γενοκτονίας που ανακαλύφθηκε από τους Ισραηλινούς οι οποίοι σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν πριν ξεσπάσει ο Τελευταίος Πόλεμος κατά του Ιράν. Η σύνθεση όμως αυτής της βόμβας εκλάπη από Ρώσους πράκτορες και επέτρεψε την κατασκευή της για λογαριασμό και των δύο πλευρών. Θεωρήθηκε ένα πολύ ‘έξυπνο’ όπλο αφού για την επίτευξη μιας γενοκτονίας δεν χρειάζονταν πεζοπόρα τμήματα να αποδεκατίσουν ένα πληθυσμό. Αρκούσε η εισπνοή των υπογόνιμων αερίων.

Κατά της διάρκεια του Τελευταίου πολέμου πολλές περιοχές της υφηλίου βομβαρδίστηκαν, μεταξύ των οποίων και η Σαγκάη, η πόλη που μεγάλωσα. Οι συνέπειες όμως αυτών των βομβαρδισμών έχουν πλέον παγκόσμια κλίμακα και έχουν οδηγήσει στην υπογονιμότητα σχεδόν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για να αντιμετωπίσει την απειλή αυτό-καταστροφής του ανθρώπινου γένους, η νέα υπερδύναμη αποφάσισε, μετά από μυστικές συναντήσεις των ηγετών της, τη σύσταση των Υιών της Ζίβα. Όσων δηλαδή έχουν αποδεδειγμένα την ικανότητα αναπαραγωγής. Σκοπός τους είναι να τους προστατεύσουν προσφέροντάς τους όλα τα απαραίτητα μέσα για μια άνετη ζωή που θα τους επιτρέπει τη μακροζωία τους και την απρόσκοπτη αφοσίωση στον ιερό σκοπό της διάσωσης του ανθρώπου, αφήνοντας όσον το δυνατό περισσότερους απογόνους, αμόλυντους από την ουσία της υπογονιμότητας.

Έτσι ζούμε ένα νέο είδος ανθρώπινης διάκρισης αυτής μεταξύ των προνομιούχων της κάστας που ανήκουν στους Υιούς της Ζίβα και σε αυτούς που δεν ανήκουν. Μάλιστα οι πρώτοι αποκαλούνται άντρες, ενώ οι υπόλοιποι απλώς αρσενικά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άλλαξαν ριζικά και οι κοινωνικές σχέσεις αφού πλέον οι γυναίκες πρέπει να συνευρίσκονται με τη μειοψηφία των Υιών. Κάτι που δεν επιτρέπει πλέον την ανάπτυξη της οικογένειας όπως την ξέραμε παλιά. Ένας Υιός πρέπει να μέλος δεκάδων ‘οικογενειών’ καλύπτοντας το κενό που αφήνουν τα αρσενικά.»

Ο Τάκης άρχισε να καταλαβαίνει γιατί ο Λι βρισκόταν σε αυτή τη ψυχολογική κατάσταση.

- Φάε το ρύζι, θα κρυώσει. Τον προέτρεψε.

Ο Λι μπορεί να μην είχε πολύ όρεξη, αλλά καταβρόχθισε το αγαπημένο του φαγητό. Εν τω μεταξύ ο Τάκης βρήκε το χρόνο να σκεφτεί.

- Έκανες λοιπόν το τεστ Γονιμότητας; Ρώτησε τον φίλο του.

- Ναι, που να πάρει.

- Είσαι σίγουρος ότι τα αποτελέσματα είναι αξιόπιστα;

- Δεν ξέρω αν είναι καλό να δίνω ελπίδες στον εαυτό μου. Εδώ μιλάμε για το μέλλον της ανθρωπότητας!! Οι Ρώσοι έχουν αναπτύξει τις καλύτερες τεχνικές και τα πληρέστερα εργαστήρια. Άλλωστε από ότι φαίνεται αυτός ήταν ο λόγος που δεν ευδοκίμησαν οι προσπάθειες μου με την Αφροδίτη και όχι η συγκατοίκηση.

Ακολούθησε μισού λεπτού σιωπή, όταν ο Λι κατέληξε στις σκέψεις του:

- Βρίσκομαι σε αδιέξοδο.

- Έλα τώρα, δεν είσαι ούτε μόνος, ούτε ο μόνος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση. Κάτι θα σκεφτούμε.

Ο Τάκης παρήγγειλε 2 ακόμα ποτήρια αψέντι. Τα ήπιαν και χώρισαν δίνοντας ραντεβού την άλλη μέρα, στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα.

-----------------------------------------------

Ο ήλιος άρχισε να πέφτει σιγά-σιγά. Ο Λι δεν ήθελε όμως να πάει πίσω στην Αφροδίτη σε αυτήν την άθλια κατάσταση που βρισκότανε: σουρωμένος και ταπεινωμένος. Περπάτησε πολύ. Περιηγήθηκε στην πόλη απορροφημένος από τις σκέψεις του σε τέτοιο βαθμό που είχε χάσει κάθε επαφή με το εξωτερικό του περιβάλλον. Όσο ποιο πολύ σκεφτόταν, τόσο περισσότερο ‘‘έπεφτε’’ ψυχολογικά.

Παρότι την ώρα αυτή υπήρχε αρκετός κόσμος έξω, ήταν σαν να περπατούσε σε έρημους δρόμους, ανάμεσα σε έρημους ανθρώπους. Κάποια στιγμή μάλιστα τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Η επήρεια από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αψεντιού σε συνδυασμό με τη ψυχολογική του κατάσταση άρχισε να του προκαλεί παραισθήσεις.

Μπαίνοντας απότομα από ένα σκοτεινό στενάκι, στον πολυσύχναστο δρόμο της οδού Alex Grigoriev (οι Ρώσοι είχαν αλλάξει τα ονόματα όλων των δρόμων από τα ελληνικά στη δικιά τους γλώσσα) άρχισε να φαντάζεται ότι περιδιαβαίνει ανάμεσα σε ζόμπι. Ο Λι τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ που άρχισε να τρέχει ξαφνικά ανάμεσα στο πλήθος και να φωνάζει «ΠΙΣΩ ΚΟΥΦΑΛΕΣ». Ο κόσμος αν και σάστισε αρχικά, αντέδρασε ξεσπώντας σε γέλια αφού υπέθεσε ότι πρόκειται για έναν φτωχό, σαλεμένο και το σημαντικότερο έναν ακίνδυνο Κινέζο.

Ο Λι ηρέμησε μόνο όταν ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας βρέθηκε στην έρημη πλατεία Κανστιτούτσι μπροστά από το κτίριο που πριν το πόλεμο στέγαζε τη Βουλή των Ελλήνων. Το μοναδικό κτίριο που οι Ρώσοι δεν ανακατασκεύασαν για να παραμείνουν ορατά τα ίχνη από την καταστροφή που είχαν προκαλέσει οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη χρεοκοπημένη Ελλάδα. Ήθελαν τους Αθηναίους να μην ξεχάσουν ποτέ τις συνέπειες της διακυβέρνησης τους από τους Έλληνες και κυρίως της φιλο-δυτικής πολιτικής που τους οδήγησε στον αλληλοσπαραγμό. Τώρα οι Σλάβοι ήταν αυτοί που έκαναν κουμάντο και δεν ήταν τόσο ανίκανοι όσο εκείνοι που βύθισαν την Αθήνα στο σκότος, τη φτώχεια και την αλλοφροσύνη. Η αντίθεση μεταξύ των γειτονικών κτιρίων που είχαν ανασκευάσει μεγαλοπρεπώς οι Ρώσοι και σε εκείνο το παλαιό μνημείο της Ελληνικής Κυριαρχίας, ήταν τέτοια που τόνιζε με επιβλητικό τρόπο την ανωτερότητα της νέας εξουσίας που ήθελε η Ευρασιατική Ομοσπονδία να επιβάλει στους κακομοίρηδες τους Αθηναίους.

Μπροστά σε αυτή την εικόνα ο Λι ήρθε πάλι στα λογικά του καθώς τον επανέφερε στη ζοφερή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει με οδυνηρό τρόπο λίγα λεπτά νωρίτερα. Καθώς στάθηκε να ανασάνει από την τρεχάλα που τον έφερε ως εδώ, οι σκέψεις του τον οδήγησαν υποσυνείδητα στην ενθύμηση ενός παλιού τραγουδιού, τους στίχους του οποίου άρχισε να σιγοτραγουδάει:

«Υπήρξες στα αλήθεια σκοτεινέ μου άγγελε

ή υπήρξες μόνο στα όνειρα μου…»

Για να καταλήξει ουρλιάζοντας στεκούμενος στη μέση της πλατείας:

«Καταραμένη να είναι η πραγματικότητα

αφού και εκείνη με καταράστηκε»

-----------------------------------------------

Το ξέσπασμα αυτό βοήθησε τον Λι να ηρεμήσει λιγάκι και να νιώσει κάποια ανακούφιση. Παράλληλα συνειδητοποίησε ότι είχε αμελήσει λόγο της ταραχής του μια άλλου είδους ανακούφιση. Σωματική αυτή τη φορά. Και μάλιστα ιδιαίτερα επείγουσα για εκείνη τη στιγμή. Δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί και πολύ. Άνοιξε το παντελόνι του για να ξαλαφρώσει.

Πάνω στη φούρια του δεν είχε προσέξει ότι ουρούσε στο σημείο που άλλοτε βρισκόταν το λεγόμενο «Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη». Το μνημείο που υμνούσε τον ηρωισμό του Έλληνα που είχε αγωνιστεί και χάσει τη ζωή του για την πρώην Ελληνική Δημοκρατία. Ο Λι ήλπιζε να μην τον έχει πάρει χαμπάρι κανένα περίεργο μάτι. Δεν άργησε όμως να αντιληφθεί με την άκρη του ματιού του την παρουσία κάποιων ανθρώπων πίσω από αυτόν. Προφανώς οι φωνές του είχαν προκαλέσει την περιέργεια κάποιων περαστικών, αλλά το σημείο που βρισκόταν ο ίδιος αυτή τη στιγμή είχε μια ιδιαίτερη σημασία.

Προσπάθησε να σκεφτεί ήρεμα καθώς άκουγε μουρμουρητά από τους συγκεντρωμένους όπισθεν αυτού. Είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν γλιτώνει το ξύλο, τουλάχιστον ευχότανε να φάει μερικές σφαλιάρες και να αποφύγει το λιντσάρισμα.

Γύρισε σιγά-σιγά και αντίκρισε τον πρώτο από μια σειρά που είχαν σχηματίσει καμιά ντουζίνα άνθρωποι, που για ανεξήγητο λόγο κάθονταν ο ένας πίσω από τον άλλο. Ο Λι σκέφτηκε ότι κάθονταν σε σειρά ένας ένας για να του τις βρέξουν. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε ………….

- Φιλαράκο, τελείωσες; Αποκρίθηκε ο πρώτος στη σειρά.

- Ναι. απάντησε δισταχτικά και τρομαγμένος ο Λι.

- Άντε μια ώρα έκανες δικέ μου, κάνε πέρα!

Ο άγνωστος άνοιξε το φερμουάρ του και ξελάφρωσε μπροστά στον αποσβολωμένο Κινέζο.

Ο Λι δεν είχε καταλάβει, παρότι είχε ζήσει τόσα χρόνια στη Αθήνα, ότι το μίσος δεν είχε σβήσει ακόμα. Έτσι η ασυνείδητη αυτή κίνηση του Λι να κάνει την ανάγκη του μπροστά από το μνημείο εκλήφθηκε από τους περαστικούς ως μια συμβολική πράξη. Ποιος θα περίμενε ότι αυτό το ιερό σύμβολο των Ελλήνων θα γινόταν κάποια μέρα ένα απέραντο ουρητήριο; Και όμως στα 10 λεπτά που ο Λι παρατηρούσε παράμερα και διακριτικά, είχαν μαζευτεί στην ουρά καμιά 30αρια ακόμα και ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε.

Οι Ρώσοι αξιωματούχοι όταν πληροφορήθηκαν το γεγονός έδωσαν εντολή στην Αστυνομία Πόλεως να μην επέμβει και επιπλέον φρόντισαν να μεταδοθεί η είδηση σε όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η Ευρασιατική Ομοσπονδία ένιωθε μια σιγουριά βλέποντας ότι κανένας δεν νοσταλγούσε την Παλιά Ελλάδα και οι Ρώσοι επιβεβαίωναν την ασφάλεια της επιβαλλόμενης κυριαρχίας τους στην περιοχή των Βαλκανίων.

-----------------------------------------------

Αν και ο Λι απορροφήθηκε κάποια λεπτά μπροστά σε αυτό το θέαμα, δεν άργησε να βυθιστεί ξανά στη δίνη των προσωπικών του προβλημάτων. Ανακουφισμένος ψυχολογικά και σωματικά και έχοντας περάσει πλέον η επήρεια του αλκοόλ ήταν σε θέση να σκεφτεί καλύτερα.

Παρόλη την κούραση του δεν ήταν πρόθυμος να γυρίσει σπίτι, στην Αφροδίτη. Περπάτησε νότια… για ώρες δεν είχε καταφέρει να επικεντρώσει τη σκέψη του στην αναζήτηση διεξόδου. Στο μυαλό του έπεφταν βροχή οι αναμνήσεις του παρελθόντος. Η αναπόληση τον οδηγούσε όλο και ποιο μακριά στο παρελθόν του. Τότε που ξυπόλητος έπαιζε με τις ώρες στους δρόμους της Σαγκάης, ανέμελος, δίχως έγνοιες και αγνοώντας το μέλλον που του επιφύλασσε η μαύρη μοίρα.

Δεν απέφυγε να επαναφέρει στη μνήμη του την χαριτωμένη Λε-Ου. Τον πρώτο του έρωτα. Και τον μοναδικό. Ήταν ο λόγος που αρνήθηκε να πολεμήσει για να μην φύγει μακριά της. Μια άρνηση που του κόστισε, καθώς δεν υπάρχει κράτος πάνω στη γη που να μην τιμωρεί τους αντιρρησίες. Πόσο μάλιστα σε περίοδο πολέμου. Αλλά η τιμωρία που του επέβαλαν ήταν η χειρότερη που μπορούσε να φανταστεί. Τον εξόρισαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την αγαπημένη του, τους φίλους του και την οικογένεια του. Και δεν του επέτρεπαν καν την προοπτική της επιστροφής. Η οργή και το μίσος του μεγάλωνε διαρκώς. Τον είχαν παγιδεύσει, όπως και χιλιάδες ακόμα Κινέζους αντιρρησίες. Ήταν φανερό ότι ο σκοπός της Κινέζικης Αυτοκρατορίας ήταν εξαρχής να τους ξεφορτωθεί μια και καλή. Και η ευκαιρία τους δόθηκε με την απόφαση ανασύστασης πληθυσμού αυτής της τρισκατάρατης περιοχής.

Απορροφημένος από τις σκέψεις του ο Λι περπάτησε πολλά χιλιόμετρα και μόνο όταν αντίκρισε το σκοτεινό όγκο της θάλασσας συνειδητοποίησε πόσο πολύ είχε περπατήσει μέσα στη νύχτα. Έκανε μια σκέψη: «Πόσο θα θελα να είμαι ψάρι, να χαθώ στη μαύρη άβυσσο που βρίσκεται μπροστά μου». Έριξε το βλέμμα του μακριά και παρατηρώντας δυτικά στάθηκε κοιτάζοντας το μαραζωμένο λιμάνι του Πειραιά. Μια ανεξήγητη διαίσθηση τον ώθησε να κατευθυνθεί προς τα εκεί.

Καθώς πλησίαζε την προβλήτα άρχισε να ξημερώνει. Ανάμεσα στα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα εκείνη την ώρα μπροστά από την παλιά εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, ο Λι σταμάτησε έκπληκτος στη θέα ενός σαπιοκάραβου. Έτριψε τα μάτια του και διάβασε την επιγραφή του πλοίου στο πάνω μέρος της μπουκαπόρτας:

«ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΟΠΟΙΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΕΔΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ
ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ ΜΕ ΕΝΑ

ΦΥΣΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΕΡΑ»

Ο Λι δεν κατάλαβε και πολλά για τη χρησιμότητα αυτού του πλοίου έως ότου το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια στοίβα μπολιασμένα φέρετρα, λίγο ποιο πίσω από τη θέση που στεκόταν. Τότε θυμήθηκε. Είχε διαβάσει για το πλοίο των νεκρών. Επρόκειτο για το πλοίο που μετέφερε τους σορούς των νεκρών Κινέζων πίσω στην Κίνα. Και αυτό διότι σύμφωνα με την παράδοση όταν κάποιος Κινέζος πεθάνει μακριά από τη χώρα είθισται να επιστρέφεται το νεκρό του σώμα για να ταφεί στη γενέτειρά του. Η παράδοση αυτή είναι τόσο σημαντική για τον λαό της Κίνας που η Κινέζικη Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να το αρνηθεί, ακόμα και σε αυτούς που επέλεξε να στείλει τόσο μακριά εν είδη τιμωρίας. Δεν ήταν τυχαίο όμως ότι είχε επιλέξει για αυτό το σκοπό το πιο άθλιο πλοίο που έχει αντικρίσει ποτέ το ανθρώπινο μάτι!

Ήταν πολύ σπάνιο να πετύχει κανείς το πλοίο αυτό στο λιμάνι του Πειραιά. Ερχόταν μια φορά στο τόσο, ενδεχομένως και με συχνότητα μεγαλύτερη από τη μία το χρόνο, καθώς ταξίδευε μήνες μέχρι να φθάσει στον προορισμό του. Ο Λι ένιωσε ότι ήταν κατά κάποιο τρόπο σημαδιακό το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί ετούτη τη στιγμή.

- Έι, παλικάρι, τι χαζεύεις; Ξεκίνα το κουβάλημα…σβέλτα!

Ο Λι ξαφνιάστηκε, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ο ξερακιανός που είχε πλησιάσει τόσο πολύ ώστε τα σάλια από την ομιλία του να καταβρέξουν το πρόσωπό του, απευθυνόταν στον ίδιο. Δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο. Ξεκίνησε να βοηθάει τον ρακένδυτο αυτόν τύπο μεταφέροντας τα φέρετρα μαζί του ένα-ένα μέσα στο πλοίο.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν υπήρχε κανένας άλλος και ο Λι αναρωτήθηκε πως θα τα κατάφερνε μόνος του αυτός ο ασθενικός άνθρωπος αν δεν βρισκόταν ο Λι εκεί μπροστά του πρόθυμος να βοηθήσει.

- Ευχαριστώ φιλαράκο, άντε γεια.

- Έπ, για κάτσε, έτσι θα τη βγάλεις καθαρή; Με ένα ευχαριστώ;

- Κοίτα εγώ δεν έχω τίποτα να σου δώσω, αν θες πήγαινε στον καπετάνιο και ζήτα του τα ρέστα, αλλά είναι σίγουρο ότι θα σε πετάξει στη θάλασσα….ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ

- Δεν κατάλαβες, θέλω να έρθω μαζί σας! Δεν βλέπω να διαθέτει προσωπικό αυτό το πλοίο.

Ο τύπος έμεινε κάγκελο ακούγοντας την επιθυμία του Κινέζου.

- Μα καλά τυφλός είσαι; Δεν βλέπεις το ελεεινό πλοίο που έχεις μπροστά σου…και το κυριότερο διάβασες την επιγραφή;…αν νομίζεις ότι πρόκειται για αστείο σε διαβεβαιώνω ότι κάνεις μεγάλο λάθος…και θα πρέπει να ξέρεις ότι ο καπετάνιος δεν δίνει μία για το προσωπικό του…δεν βλέπεις την κατάντια μου;

Ο Λι δεν απάντησε………έκανε μόνο ένα βήμα μπροστά, πήδηξε στην κουπαστή και ψιθύρισε στο αυτί του συνοδού του:

--------ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΧΑΣΩ-------

ΚΙΝΕΖΟΣ



3 σχόλια: