Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΧΟΣΕ ΜΠΙΤΟΝΙ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Κανονίσαμε συνάντηση στο γνωστό μπαρ, το στέκι του. Από τη πρώτη στιγμή, μόλις δηλαδή σήκωσα το τηλέφωνο και με έκπληξη άκουσα ποιός ήταν στην αλλη γραμμή, ήξερα πως θα ήταν μια δύσκολη συνάντηση με συνέπειες που δε μπορούσα να αναλογιστώ. Η φωνή του ήταν απότομη, βραχνή από τα πολλά άφιλτρα και απόκοσμη. Από αυτές που σου λένε καλημέρα και απορείς πότε πέθανες και δε το θυμάσαι και ποιό από όλα τα «αμαρτήματα» που έκανες ήταν αυτό που σε οδήγησε στη κόλαση, να συνομιλείς με το διάολο. Μα για αυτό, όπως και τα άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του φταίω εγώ και μόνο.

Το ομολογώ πως ακόμα και τώρα, ένα βήμα πριν τη πόρτα του μπαρ, δε το εχω πιστέψει πως πρόκειται να τον δω. Δεν πάει ο νους μου πως ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να ξεφύγει. Ίσως βέβαια να ήταν και δικό μου λάθος, που τον είχα εδώ, στη πόλη του Σικάγο, μέσα στα πόδια μου.

Ακόμα και έτσι όμως ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος και αποφασισμένος να τον αντιμετωπίσω. Είχα μαζί μου τα κατάλληλα όπλα. Δύο καλά ξυσμένα μολύβια με γόμα στο πάνω μέρος και αρκέτες κόλλλες λευκό χαρτί. (μόλις πρόσεξα οτι αυτές έχουν τρία λάμδα αντί για δύο αλλά ελπίζω αυτό να μην αποτελέσει πρόβλημα στη συνέχεια της ιστορίας). Ότι και να έχει συμβεί λοιπόν, είμαι ακόμα ο κυρίαρχος, ο απόλυτος αρχηγός και αυτό το τσογλάνι δε θα γλιτώσει τόσο εύκολα από εμένα..

Μπήκα στο μπαρ, έβγαλα το καπέλο μου και έριξα μια λοξή ματιά πάνω από τα μυωπικά μου γυαλιά. Είναι εκεί στη γωνιά του και με περιμένει ο καριόλης. Δεν έχει αλλάξει καθόλου εδώ και είκοσι χρόνια.. Ψηλός, ξερακιανός με έντονα ζυγωματικά και αυτό το λακάκι στο πηγούνι. Μαύρα μαλλιά και μάτια που πετάνε σπίθες. Ο χρόνος δε περνάει από πάνω του. Αυτός κάθε πρωτοχρονιά πρέπει να νιώθει σαν να είναι επανέκδοση του περσινού εαυτού του. Λες και έτσι, όπως γεννήθηκε, έτσι και θα πεθάνει. Ή δε θα πεθάνει ποτέ. Όσο σκέφτομαι πόσες φορές θα μπορούσα να τον είχα «καθαρίσει», πόσες ευκαιρίες είχα... Ακόμα και να το κάνω να φαίνεται σαν ατύχημα θα μπορούσα. Αρκούσε μια άτυχη στιγμή εκεί που έκανε το βραδυνό του μπάνιο, λίγα απόνερα στο πλακάκι και θα ειχε σωριαστεί νεκρός με το κεφάλι μέσα στη χέστρα αν ήθελα.. Αν το ήθελα.. μπορούσα.. και δεν το έκανα. Και τώρα τον εχω να στέκεται απεναντί μου και να με χαιρετά κιόλας ο αθεόφοβος.

Άπλωσα επιδεικτικά τις κόλλλες χαρτί με τα τρία λάμδα και τα δύο ξυσμένα μολύβια στο τραπέζι μπροστά μου, έτσι για εκφοβισμό. Το τρέμουλο στο αριστέρο του μάτι, που ήταν το χαρακτηριστικό του σημάδι εκνευρισμού και αμηχανίας, δεν έκανε την εμφάνιση στο παγωμένο του πρόσωπο. Θα τον λυγίσω όμως τον πούστη που θα μου πάει. Ξέρω όλες του τις αδυναμίες, τόσο καλά οσο και τις ικανότητες του… Μόνο που με τον καιρό δυσκολεύομαι να τις ξεχωρίσω. Η έφεση του στο ποτό είναι αδυναμία ή ικανότητα; Η ικανότητα του να «διαβάζει» το μυαλό των άλλων δεν είναι και ένα δείγμα αδυναμίας; Αδυναμίας να δεχτεί τους άλλους όπως αυτοί θέλουν να φαίνονται; ε; εε! Μα τι είναι αυτά που λέω. Αυτά δεν είναι δικά μου λόγια. Περισσότερο μοιάζουν με λόγια που θα έπρεπε να βγαίνουν από το δικό του στόμα. Α, μα το παλιοτόμαρο, προσπαθεί να εισβάλει στο μυαλό μου. Το πράγμα είναι πιο δύσκολο από ότι είχα φανταστεί λοιπόν. Πρέπει να αναλάβω γρήγορα δράση .

«Λέγε λοιπόν, γιατί ζήτησες να με δείς;» του αποκρίθηκα κοφτά .

Δε θα με ρωτήσεις πρώτα, πώς βρέθηκα εδώ και πώς σε βρήκα; Nομίζω πως αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να με ρωτήσεις φίλε μου.»

«Σκάσε!» του απάντησα. «Θα απαντάς σε οτι σε ρωτάω εγώ!».
Με εκάνε να χάσω την ψυχραιμία μου από το πρώτο λεπτό.

«Εντάξει, λοιπόν, αφού δε σε ενδιαφέρει, δε μου πέφτει λόγος. Και άλλωστε, γιατί να θέλω να αποκαλύψω μόνος τo μυστικό μου;».

Έκανα να αρπάξω το μολύβι, να του το χώσω στο αριστερό αυτί, και να τον κάνω να σκάσει για πάντα.. αλλά ήθελα να δω που θα το πάει .

«Ήθελα να σε δω, να σου πω και από κοντά πως, παραιτούμαι!»

«Τι είναι αυτά που λες, ρε γαμιόλη; Δεν έχεις να πας πουθενά! Ακούς; Που!-θε!.-να!» του φώναξα.

Όλοι οι θαμώνες, εκτός του γερο-μπάρμαν που ήταν ολότελα κουφός, γύρισαν προς το μέρος μας και με κοιτούσαν με το ύφος που κοιτάς έναν ηττημένο σε αγώνα μποξ από τον πρώτο γύρο.

«Τί είναι αυτά που λες, ρε γαμιόλη; Δεν έχεις να πας πουθενά! Ακούς; Που!-θε!.-να!», του είπα αυτή τη φορά ψιθυριστά αλλά με διπλάσιο θυμό από πριν.

«Τελειώσε φίλε. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Θα καθήσω εδώ να απολαύσω το ποτό μου, μέχρι να βάλεις την ουρά σου στα σκέλια και να αποχωρήσεις σα βρεγμένη γάτα. Ή αλλιώς ...» είπε και με ενα τίναγμα του καρπού, έπιασε το ποτό του και ήπιε μια γουλιά τζ...ε! Αυτό που πίνει δεν είναι τζιν τόνικ. Είναι ένα απαίσιο ουίσκι νομίζω.

«Και γιατί δε πίνεις τζιν τόνικ ρε γαμιόλη; Tί συμβαίνει εδώ γαμώ το μουνί μου;»

Στεκότανε να με κοιτάει χωρίς να μιλάει. Νομιίζω και χωρίς να ανασαίνει.

«Έτσι είσαι ρε ξεκωλιάρη; Θα βάλω τον Χάρυ τον Αρουραίο να έρθει τώρα ρε και να σε ξεκοιλιάσει. Αυτό θα καν.. ωχ, όχι τον Χάρυ τον σκότωσες στο Πάνω στο Κύμα. Τον Δολοφόνο με το γυάλινο μάτι, αυτόν. Θα τον φέρω εδώ και θα σου γαμήσει τη παν..αχ!όχι ! Αυτόν τον έκανες φέτες στο Πισώπλατες Μαχαιριές. Τον ε, εε τον Μενάγια τον Βίαιο. Αμάν ούτε αυτόν δε μπορώ να φωνάξω, είναι πια αποσυρμένος σε ένα ξύλινο σπίτι στη Γη του Πυρός και ασχολείται με καλλιέργειες αγριοκέρασιων.»

Όσο και αν προσπάθησα κανένας από τους αιμοσταγείς πληρωμένους δολοφόνους και δηλωμένους αιώνιους εχθρούς του δεν ήταν πλέον διαθέσιμος... Ή ζωντανός.

«Τους έχεις φάει όλους ρε άτιμε!» του αποκρίθηκα.

Αυτός μου έστρεψε το δείκτη ίσια στο μέτωπο κουνώντας το δύο φορές στον αέρα απονέμωντας σε εμένα τα εύσημα για αυτό που μόλις είπα. Μα τι στο διάολο είχα κάνει; Στη προσπάθεια μου να τον κάνω δυνατό, τον είχα κάνει άτρωτο.

Άρχισα να τρέμω από θυμό. Για τον εαυτό μου. Μεμιάς έπιασα το μολύβι και άρχισα να γράφω

Ο Χοσέ Μπιτόνι, χτυπημένος από σφαίρα στη καρδιά πέφτει νεκρός στη καρέκλα του μπαρ.

Του ριχνω μια ματιά. Περιμένω. Τίποτα.

Ξαναγράφω,

Ο Χοσέ Μπιτόνι, απογοητευμένος από τη ζωή αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Καθισμένος στην αγαπημένη του γωνιά, στο αγαπημένο του μπαρ βγάζει το εξάσφαιρο του και χώνει τη μεταλλική κάνη στο στόμα του. Μπουμ, και πέφτει νεκρός.

Του ρίχνω μια ματιά. Περιμένω. Τίποτα.

Ο Χοσέ Μπιτόνι, καθισμένος στην αγαπημένη του γωνιά, στο αγαπημένο του μπαρ συναντά τον θάνατο απρόσμενα από καρδιακή προσβολή.

Τίποτα. Σβήνω μια γραμμή..

...από εγκεφαλικό


Τζίφος.

...από ανεξάκριβοτα αίτια.

Φακ! Τίποτα. Στέκεται άκομα εκεί. Ένα ειρωνικό χαμόγελο έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται στις άκρες των χειλιών του.

Τα σβήνω όλα και αρχίζω από την αρχή.

Ο Χοσέ Μπιτόνι, καθισμένος στην αγαπημένη του γωνιά, στο αγαπημένο του μπαρ αρχίζει να ξύνεται με μανία μέχρι που το κρανίο του ματώνει.

Σβήνω, ξαναγράφω.

...ο Χοσέ Μπιτόνι... βήχει!

Γυρνάω, κοιτάω, αφουγκράζομαι, τίποτα!

...φτερνίζεται!

(.....)

...ρεύεται!

(.....)

...κλαίει!

(.....)

κλάνει!!
(...πραααααφφ!)

..έχει λόξυγ... ωπα.χαχα! Έκλασε! Ναι!!

«Έκλασες μαλάκα σε άκουσα! Σε άκουσα που έκλασες. Παραδέξου το. Μόλις το έγραψα και εσύ έκλασες. Τώρα ρε πούστη βρήκα την αχίλλειο πτέρνα σου (που για κάποιο λόγο βρέθηκε βαθυά χωμένη στο κώλο σου) και θα σε γαμήσω. Θα σε κάνω να πεθάνεις από κλανιά ρε πούστη. Δε θα μπορείς να σταματήσεις να κλάνεις. Όσες μέρες και να χρειαστεί θα το γράφω μέχρι να ψοφήσεις.. ΧΑ! θα είναι ο πιο γελοίος θάνατος, αυτό που σου αξίζει ρε προδότη!!»

Όση ώρα κράτησε αυτή η έκσταση μου, ο Μπιτόνι συνέχιζει να με κοιτάει υποτιμητικά και με αυτό το σαρδώνιο χαμόγελο που πλέον έχει γίνει ένα με τη μάσκα του. Μα τώρα έρχεται το τέλος του.

Ξαναγράφω λοιπόν, ενώ δε μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου..

...ο Χοσέ Μπιτόνι κλάνει!

(..........)

( ; ; ; ; ; )

Ξανά, ξανά.! Κάποιο λάθος θα έγινε.

...ο Χοσέ Μπιτόνι κλάνει δυνατά και βρωμερά!
(..........)

( ; ; ; ; ; ; ; ; ; ; )

«Μα τί γίνεται τώρα; Γιατί δε κλάνεις ρε πούστη; Γιατί ρε; Γιατί μου το χαλάς ρε;»

«Χαζέ, ξέχασες πως σε όλες τις ιστορίες σου, με έβαζες να κλάνω κάθε φορά που τελειώνω το ποτό μου; E, ρίξε μια ματιά στο ποτήρι μου, είναι άδειο μέχρι τον πάτο. Δε με έκανες εσύ να κλάσω πριν λοιπόν, το ποτό έφταιγε.»

Αδύνατο, αδύνατο. Δε πεθαίνει με τίποτα αυτός ο πούστης λοιπόν. Και όμως πάνω στην απόγνωσή μου, μου ήρθε η τέλεια και μοναδική ιδέα. 'Επιασα τότε ξανά το μολύβι. Οι κόλλλες μου είχαν σχεδόν τελειώσει. Είχε μείνει μόνο μια μικρή παράγραφος στην τελευταία, αρκετή για να γράψω όμως τη λύση στο πρόβλημα που άκουγε στο όνομα Χοσέ Μπιτόνι.

Έγραψα λοιπόν.

..Τότε εγώ ο Μάνος Ελευθερίου, ο διάσημος συγγραφέας, αποφάσισα να εισχωρήσω μέσα στην ίδια μου την ιστορία, για να σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια αυτόν τον άχρειο, προδ...


Δε προλαβε να αποτελειωση τη φραση του και ο διασιμος αυτος συγκραφεας ειχε πλεον ησχωρηση «για τα καλα» στην ιστορια του.Το σκηνικο στο μπαρ,ως οφηλε και ειχε πλεον το δικεωμα ,απο μονο του ειχε αλλακση.Δεν ηπηρχαν ξανθιες γκαρσονες,δεν ηπηρχε ο κουφος γερομπαρμαν,δεν ηπηρχε τζιν στη καβα,δεν ηπηρχε κανενας θαμωνας παρα μονο ο Μανος Ελευθεριου και ο Χοσε Μπιτονι.!
Ο Μανος ειχε πια αλλακση.Φενοταν πιο νεος ,δε χριαζοτανε πια τα μυωπικα του γυαλια για να δη περα απο τη μυτη του.Στη πραγματικοτητα ειχε αλλακση πιο πολυ απο οσο φανταζοταν.Ηταν ψηλος,ξερακιανος με εντονα ζυγωματικα και αυτο το λακακι στο πηγουνι .Μαβρα μαλλια και ,ματια που πετανε σπιθες.Εμιαζε τοσο πολυ σε αυτον που καθοτανε απεναντι του στο ιδιο τραπεζι. Ενιωθε ομως δυνατος,πολυ δυνατος.Με μια αστραπιεα κινηση προσπαθησε να ριξει ενα αριστερο κροσε στον τυπο..Με ενα πανομιοτυπο δεξι κροσε απαντησε και ο αλλος.Αστοχησαν και οι δυο για λιγο.Μη χανοντας εφκερια ο κυριος Μανος,αρπακσε με το δεκσι ενα μολυβι απο το τραπεζι και το καρφωσε με μανια στο αριστερο αφτι του .αντιπαλου του.Απο το δεκσι αφτι του. κ.Μανου μεμιας πεταχτηκε ενας πιδακας αιματος και τον εκανε να ουρλιακση τοσο δυνατα απο το πονο που θα ακουστηκε σε ολη τη πολη.Αν ηπηρχε πολη εξω απο αυτο το σκοτεινο αδειο μπαρ ,οπου αν μπορουσε να μπη καποιος θα εβλεπε τον κυριο μανο να παλεβη σαν λυσαζμενος σκυλος απεναντι σε εναν τεραστιο καθρεφτη κρεμαζμενο στη γωνια του μπαρ.Αλλα για να εμπαινε καποιος σε αυτο το μπαρ θα επρεπε να το γραπση ο κυριος μανος και αυτος δε μπορουσε γιατι ...δε μπορουσε .

(Ετσι ο κυριος Μανος παγιδεβμενος μεσα στην ιδια του την ιστορια ,ποιος κσερη τι να απεγινε.Ο σπιτονικοκυρης του κυριου μανου παντος, (οχι ο Tασος Παντος-καλα αυτος που χαθικε;) ακομα τον περιμενη για να του πληρωση τα τελεφτεα νηκια ).

Την ιστορια του κυριου μανου τη τελιωσα εγω,ο χοιρωνας,οταν μπαινωντας μια απο αφτες τις μερες στο μπαρ τη βρηκα πανω στο τραπεζι .Ηταν γεματη ορθογραφικα,αλλα την αφησα ετσι για παραδιγματισμο προς ολους τους επιδοκσους συγκραφεις σαν αφτον τον μανο.Ολα αφτα που επαθε ο μαλακας τα επαθε γιατι ειχε μαζι του κολλες με τρια λαμδα.,που δε πιανουνε σε τυπους σα τον Μπιτονι.

Ηθικο διδαγμα. ΑΦΤΑ ΠΑΘΕΝΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΗ ΝΑ ΚΑΝΗ ΜΑΓΚΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΟΕΣ ΤΟΥ .

Παραδηγμα προς μιμιση : η εγκυρη πηγη –που τους αφηνει σε ξεφραγο αμπελι.

Παραδηγμα προς αποφηγη : ο Μανος Ελευθεριου.

Υ.γ εγκυρη πηγη εισαι..φιμειλ?
και αν ναι εχεις και μεηλ?
(οπα,ωραιο στιχο για παρατραγουδα εγραψα.)


....ή μηπως εισαι τρανυ
που και μπρος και πισω πιανει?
(οπα,οπα)

4 σχόλια:

  1. Ε μα κι αυτός ο Ελευθερίου λύσσαξε με τον Μπιτόνι! Έκει με το ζόρι ντε και σώνει. Τα 'θελε και τα 'παθε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτά παθαίνει κανείς όταν μάχεται τον ίδιο του τον εαυτό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χοίρωνα μεγάλε τα έσπασες πάλι! Ευτυχώς που είσαι κι εσύ εδώ και ξέρουμε να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η μεγαλύτερη παράνοια βέβαια είναι να πίνει κανείς ουίσκι αντί για τζιν.. Μου θυμίζει μια ιστορία με μια χύτρα που είχε μέσα κρεμμυδόσουπα. τσκ τσκ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή